ὑπεράγω: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperago
|Transliteration C=yperago
|Beta Code=u(pera/gw
|Beta Code=u(pera/gw
|Definition=[ᾰ], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lift up over]], <b class="b3">τὸ πεπονθὸς [σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης</b> (the cross-bar) <span class="bibl">Paul.Aeg.6.118</span>: metaph., [[elevate]], [[exalt]], τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>4.92</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[excel]], [[surpass]], c. gen., <span class="bibl">Plb. 11.13.5</span>; τοῖς ὀδοῦσι πάντων <span class="bibl">D.S.3.35</span>: c. acc., ἡ πολιτείη ἡ ὑμετέρη ὑπερῆγε τὰς ἑτέρων <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>27</span>: mostly in part. <b class="b3">ὑπεράγων, ουσα, ον,</b> [[eminent]], [[principal]], αἰχμάλωτοι <span class="title">SIG</span>588.67 (Milet., ii B. C.); [[extravagant]], [[excessive]], Phld.<span class="title">Herc.</span>1251.5; [[extraordinary]], <span class="bibl">D.S.13.90</span>, etc.; ῥώμαις <span class="bibl">Id.5.17</span>, etc.; c. acc., <b class="b3">τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ</b>. v. l. in <span class="bibl">Id.3.44</span>; ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>30.31</span> (<span class="bibl">33.23</span>); <b class="b3">ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή</b> [[excessive]] twisting, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>58.21</span>; cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ma.</span>6.43</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>15.7.6</span>, al.</span>
|Definition=[ᾰ],<br><span class="bld">A</span> [[lift up over]], <b class="b3">τὸ πεπονθὸς [σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης</b> (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., [[elevate]], [[exalt]], τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.''BC''4.92.<br><span class="bld">II</span> [[excel]], [[surpass]], c. gen., Plb. 11.13.5; τοῖς ὀδοῦσι πάντων [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.35: c. acc., ἡ πολιτείη ἡ ὑμετέρη ὑπερῆγε τὰς ἑτέρων Hp.''Ep.''27: mostly in part. <b class="b3">ὑπεράγων, ουσα, ον,</b> [[eminent]], [[principal]], αἰχμάλωτοι ''SIG''588.67 (Milet., ii B. C.); [[extravagant]], [[excessive]], Phld.''Herc.''1251.5; [[extraordinary]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.90, etc.; ῥώμαις Id.5.17, etc.; c. acc., <b class="b3">τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ.</b> [[varia lectio|v.l.]] in Id.3.44; ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων [[LXX]] ''Si.''30.31 (33.23); <b class="b3">ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή</b> [[excessive]] twisting, Ph.''Bel.''58.21; cf. [[LXX]] ''1 Ma.''6.43, J.''AJ''15.7.6, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1189.png Seite 1189]] (s. [[ἄγω]]), übertreffen, τινὸς καὶ διαφέρειν Pol. 11, 13, 5, u. a. Sp.; ὑπεράγων, übermäßig, außerordentlich, D. Sic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1189.png Seite 1189]] (s. [[ἄγω]]), übertreffen, τινὸς καὶ διαφέρειν Pol. 11, 13, 5, u. a. Sp.; ὑπεράγων, übermäßig, außerordentlich, D. Sic.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεράγω:''' [[превосходить]]: ὑ. τινός Polyb. превосходить кого-л.; ὑ. τινός τινι или τινά τινι Diod. превосходить кого-л. в чем-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεράγω''': μέλλ. -ξω, ἐξυψῶ, ἀνυψῶ, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 92. ΙΙ. [[ὑπερέχω]], [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, [[μετὰ]] γεν., Πολύβ. 11. 13, 5· πάντων τοῖς ὁδοῦσιν Διόδ. 3. 35· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχ., ὑπεράγων, ουσα, ον, [[ἔκτακτος]], [[ἔξοχος]], ὁ αὐτ. 13. 90, κλπ.· τινί, κατά τι, ὁ αὐτ. 5. 17, κλπ.· μετ’ αἰτ., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑπ. ὁ αὐτ. 3. 44 - πρβλ. [[ὑπεραγόντως]]. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπεράγοντα, ὑπερέχοντα, ‘τὸν δὲ ὑψηλὸν ἡλικίᾳ [[ὄντα]], καὶ ὑπεράγοντα τὸν ἐπίσκοπον, τὴν βλάβην τῇ κεφαλῇ δέξασθαι’».
|lstext='''ὑπεράγω''': μέλλ. -ξω, ἐξυψῶ, ἀνυψῶ, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 92. ΙΙ. [[ὑπερέχω]], [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, μετὰ γεν., Πολύβ. 11. 13, 5· πάντων τοῖς ὁδοῦσιν Διόδ. 3. 35· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχ., ὑπεράγων, ουσα, ον, [[ἔκτακτος]], [[ἔξοχος]], ὁ αὐτ. 13. 90, κλπ.· τινί, κατά τι, ὁ αὐτ. 5. 17, κλπ.· μετ’ αἰτ., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑπ. ὁ αὐτ. 3. 44 - πρβλ. [[ὑπεραγόντως]]. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπεράγοντα, ὑπερέχοντα, ‘τὸν δὲ ὑψηλὸν ἡλικίᾳ [[ὄντα]], καὶ ὑπεράγοντα τὸν ἐπίσκοπον, τὴν βλάβην τῇ κεφαλῇ δέξασθαι’».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἄγω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξεπερνώ]], [[προηγούμαι]] στα [[χρόνια]] («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξυψώνω]], [[ανυψώνω]] («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ὑπεράγων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[υπέροχος]], [[έξοχος]].
|mltxt=ΜΑ [[ἄγω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξεπερνώ]], [[προηγούμαι]] στα [[χρόνια]] («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξυψώνω]], [[ανυψώνω]] («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ὑπεράγων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[υπέροχος]], [[έξοχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεράγω:''' превосходить: ὑ. τινός Polyb. превосходить кого-л.; ὑ. τινός τινι или τινά τινι Diod. превосходить кого-л. в чем-л.
}}
}}

Latest revision as of 08:04, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράγω Medium diacritics: ὑπεράγω Low diacritics: υπεράγω Capitals: ΥΠΕΡΑΓΩ
Transliteration A: hyperágō Transliteration B: hyperagō Transliteration C: yperago Beta Code: u(pera/gw

English (LSJ)

[ᾰ],
A lift up over, τὸ πεπονθὸς [σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., elevate, exalt, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.BC4.92.
II excel, surpass, c. gen., Plb. 11.13.5; τοῖς ὀδοῦσι πάντων D.S.3.35: c. acc., ἡ πολιτείη ἡ ὑμετέρη ὑπερῆγε τὰς ἑτέρων Hp.Ep.27: mostly in part. ὑπεράγων, ουσα, ον, eminent, principal, αἰχμάλωτοι SIG588.67 (Milet., ii B. C.); extravagant, excessive, Phld.Herc.1251.5; extraordinary, D.S.13.90, etc.; ῥώμαις Id.5.17, etc.; c. acc., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ. v.l. in Id.3.44; ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων LXX Si.30.31 (33.23); ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή excessive twisting, Ph.Bel.58.21; cf. LXX 1 Ma.6.43, J.AJ15.7.6, al.

German (Pape)

[Seite 1189] (s. ἄγω), übertreffen, τινὸς καὶ διαφέρειν Pol. 11, 13, 5, u. a. Sp.; ὑπεράγων, übermäßig, außerordentlich, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράγω: превосходить: ὑ. τινός Polyb. превосходить кого-л.; ὑ. τινός τινι или τινά τινι Diod. превосходить кого-л. в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράγω: μέλλ. -ξω, ἐξυψῶ, ἀνυψῶ, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 92. ΙΙ. ὑπερέχω, ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, μετὰ γεν., Πολύβ. 11. 13, 5· πάντων τοῖς ὁδοῦσιν Διόδ. 3. 35· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχ., ὑπεράγων, ουσα, ον, ἔκτακτος, ἔξοχος, ὁ αὐτ. 13. 90, κλπ.· τινί, κατά τι, ὁ αὐτ. 5. 17, κλπ.· μετ’ αἰτ., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑπ. ὁ αὐτ. 3. 44 - πρβλ. ὑπεραγόντως. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεράγοντα, ὑπερέχοντα, ‘τὸν δὲ ὑψηλὸν ἡλικίᾳ ὄντα, καὶ ὑπεράγοντα τὸν ἐπίσκοπον, τὴν βλάβην τῇ κεφαλῇ δέξασθαι’».

Greek Monolingual

ΜΑ ἄγω
μσν.
ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.)
αρχ.
1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.)
2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ.)
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὑπεράγων, -ουσα, -ον
υπέροχος, έξοχος.