ῥιγοπύρετος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rigopyretos
|Transliteration C=rigopyretos
|Beta Code=r(igopu/retos
|Beta Code=r(igopu/retos
|Definition=[ῠ], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fever with shivering fits]], [[ague]], Gal.19.560,567, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>115</span>, <span class="bibl">Vett.Val.210.5</span>; also ῥῑγο-πύρετον, τό, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.73B.</span>; Dim. ῥῑγο-τίον, τό, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἠπιόλιον]].</span>
|Definition=[ῠ], ὁ, [[fever with shivering fits]], [[ague]], Gal.19.560,567, Ptol.''Tetr.''115, Vett.Val.210.5; also [[ῥιγοπύρετον]], τό, Phryn.''PS''p.73B.; Dim. [[ῥιγοτίον]], τό, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἠπιόλιον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῑγοπύρετος''': ὁ, πυρετὸς [[μετὰ]] ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ [[ὡσαύτως]] ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἠπιόλιον]].
|lstext='''ῥῑγοπύρετος''': ὁ, πυρετὸς μετὰ ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ [[ὡσαύτως]] ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἠπιόλιον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α<br />[[πυρετός]] που συνοδεύεται από έντονο [[ρίγος]], [[πυρετικός]] [[παροξυσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> [[πυρετός]].
|mltxt=ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α<br />[[πυρετός]] που συνοδεύεται από έντονο [[ρίγος]], [[πυρετικός]] [[παροξυσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> [[πυρετός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγοπύρετος Medium diacritics: ῥιγοπύρετος Low diacritics: ριγοπύρετος Capitals: ΡΙΓΟΠΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: rhigopýretos Transliteration B: rhigopyretos Transliteration C: rigopyretos Beta Code: r(igopu/retos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, fever with shivering fits, ague, Gal.19.560,567, Ptol.Tetr.115, Vett.Val.210.5; also ῥιγοπύρετον, τό, Phryn.PSp.73B.; Dim. ῥιγοτίον, τό, Hsch. s.v. ἠπιόλιον.

German (Pape)

[Seite 842] ὁ, ein Fieber mit heftigem Frostschauer, Hippocr.; bei B. A. 42 τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑγοπύρετος: ὁ, πυρετὸς μετὰ ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ ὡσαύτως ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπιόλιον.

Greek Monolingual

ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α
πυρετός που συνοδεύεται από έντονο ρίγος, πυρετικός παροξυσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + πυρετός.