ἁρμόττω: Difference between revisions

m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=armotto
|Transliteration C=armotto
|Beta Code=a(rmo/ttw
|Beta Code=a(rmo/ttw
|Definition=ἁρμοττόντως, Att. for <b class="b3">ἁρμόζω, -ζόντως</b>, q[[quod vide|q.v.]]
|Definition=ἁρμοττόντως, Att. for <b class="b3">ἁρμόζω, -ζόντως</b>, [[quod vide|qq.v.]]
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἁρμόττω''': ἁρμοττόντως, Ἀττ. ἀντὶ [[ἁρμόζω]], -ζόντως, ἅ ἴδε.
|dgtxt=ἁρμοττόντως v. [[ἁρμόζω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἥρμοττον;<br /><i>c.</i> [[ἁρμόζω]].
|btext=<i>impf.</i> ἥρμοττον;<br /><i>c.</i> [[ἁρμόζω]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=ἁρμοττόντως v. [[ἁρμόζω]].
|ptext=att. = [[ἁρμόσσω]], für [[ἁρμόζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁρμόττω:''' = [[ἁρμόζω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἁρμόττω''': ἁρμοττόντως, Ἀττ. ἀντὶ [[ἁρμόζω]], -ζόντως, ἅ ἴδε.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁρμόττω:''' Αττ. αντί [[ἁρμόζω]].
|lsmtext='''ἁρμόττω:''' Αττ. αντί [[ἁρμόζω]].
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''ἁρμόττω:''' = [[ἁρμόζω]].
|mantxt=(=[[συνδέω]], [[ταιριάζω]]). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ [[ἀραρίσκω]], μέ [[θέμα]] ἁρμόδ- ἤ ἁρμόγ-j-ω → [[ἁρμόττω]] μέ [[τροπή]] τοῦ δ σέ τ καί ἀφομοίωση τοῦ j σε τ καί [[ἁρμόζω]] μέ [[τροπή]] τοῦ γ + j σέ ζ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἁρμή]], [[ἁρμογή]], [[συναρμογή]], [[προσαρμογή]], ἀναπροσαρμογή, [[ἐφαρμογή]], [[ἁρμόδιος]], [[ἁρμοδίως]], [[ἁρμοζόντως]], [[ἁρμονία]], [[ἁρμονικός]], [[ἅρμοσις]], [[ἅρμοσμα]], [[ἁρμοστέον]], [[ἁρμοστήρ]], [[ἁρμοστής]] (=[[κυβερνήτης]] πού ἔστελνε ἡ [[Σπάρτη]] σέ μιά πόλη ὑπήκοό της), [[ἁρμοστικός]], [[ἁρμοστός]], [[εὐάρμοστος]], [[ἀνάρμοστος]], ἀνεφάρμοστος, ἐφαρμοστής, [[συναρμοστέον]], [[ἁρμόστωρ]] (=[[κυβερνήτης]]).
}}
}}

Latest revision as of 12:54, 30 November 2022

English (LSJ)

ἁρμοττόντως, Att. for ἁρμόζω, -ζόντως, qq.v.

Spanish (DGE)

ἁρμοττόντως v. ἁρμόζω.

French (Bailly abrégé)

impf. ἥρμοττον;
c. ἁρμόζω.

German (Pape)

att. = ἁρμόσσω, für ἁρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμόττω: = ἁρμόζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμόττω: ἁρμοττόντως, Ἀττ. ἀντὶ ἁρμόζω, -ζόντως, ἅ ἴδε.

Greek Monotonic

ἁρμόττω: Αττ. αντί ἁρμόζω.

Mantoulidis Etymological

(=συνδέω, ταιριάζω). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω, μέ θέμα ἁρμόδ- ἤ ἁρμόγ-j-ω → ἁρμόττω μέ τροπή τοῦ δ σέ τ καί ἀφομοίωση τοῦ j σε τ καί ἁρμόζω μέ τροπή τοῦ γ + j σέ ζ.
Παράγωγα: ἁρμή, ἁρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, ἀναπροσαρμογή, ἐφαρμογή, ἁρμόδιος, ἁρμοδίως, ἁρμοζόντως, ἁρμονία, ἁρμονικός, ἅρμοσις, ἅρμοσμα, ἁρμοστέον, ἁρμοστήρ, ἁρμοστής (=κυβερνήτης πού ἔστελνε ἡ Σπάρτη σέ μιά πόλη ὑπήκοό της), ἁρμοστικός, ἁρμοστός, εὐάρμοστος, ἀνάρμοστος, ἀνεφάρμοστος, ἐφαρμοστής, συναρμοστέον, ἁρμόστωρ (=κυβερνήτης).