υπέρκειμαι: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπέρκειμαι]] ΝΜΑ [[ | |mltxt=[[ὑπέρκειμαι]] ΝΜΑ [[κεῖμαι]]<br />βρίσκομαι [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[κατέχω]] ψηλότερη [[θέση]] (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», <b>Πολ.</b><br />γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῦ ὄμματος», Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δεσπόζω]], [[κυριαρχώ]] («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το υπερκείμενο</i><br /><b>(γεωπ.)</b> (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό [[τμήμα]] που αναπτύσσεται από το [[εμβόλιο]] και δίνει την [[κόμη]] και [[τμήμα]] του κορμού του νέου φυτού, αλλ. επικείμενο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[κατέχω]] ανώτερο [[αξίωμα]]<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] σε υψηλότερα [[σημεία]] («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για [[πώληση]] <b>πάπ.</b>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 13 October 2022
Greek Monolingual
ὑπέρκειμαι ΝΜΑ κεῖμαι
βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ.
γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῦ ὄμματος», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)
2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το υπερκείμενο
(γεωπ.) (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό τμήμα που αναπτύσσεται από το εμβόλιο και δίνει την κόμη και τμήμα του κορμού του νέου φυτού, αλλ. επικείμενο
μσν.-αρχ.
μτφ.
1. κατέχω ανώτερο αξίωμα
2. υπερέχω, υπερτερώ
αρχ.
1. κατοικώ σε υψηλότερα σημεία («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», Πολ.)
2. επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι
3. φρ. «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για πώληση πάπ..