επανέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπανέρχομαι]])<br /><b>1.</b> [[επιστρέφω]], [[ξαναγυρίζω]] («[[μέχρι]] οὗ ἐπανέλθωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, [[αναπτύσσω]] [[ξανά]] («θα επανέλθω σε αυτό το [[σημείο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη [[θέση]] μου («επανέρχονται όλοι οι απότακτοι στο [[στράτευμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναβρίσκω]] την [[υγεία]] μου<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπανέρχομαι]] ἐπὶ τὸ κρεῖττον» — βελτιώνεται η [[κατάσταση]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αναφέρομαι σε [[κάτι]] («εἰς τὰ γράμματα ταῡτ' ἐπανελθεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν πάντων εὑρεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πυρετό) εκδηλώνομαι [[πάλι]], [[παθαίνω]] [[υποτροπή]]<br /><b>3.</b> [[υποστρέφω]], [[στρέφω]] [[πίσω]], [[γυρίζω]] [[πάλι]]<br /><b>4.</b> [[συγκεφαλαιώνω]] («πρῶτον μὲν ἐπανέλθοιμεν ὅσα ὁμολογοῡντες διεληλύθαμεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ανέρχομαι]], [[ανεβαίνω]] («ἐπανελθὼν εἰς τὰ ὄρη ἐνέδραν ἐποιήσατο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ανεβαίνω]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>7.</b> μεταδίδομαι, διαδίδομαι.
|mltxt=(AM [[ἐπανέρχομαι]])<br /><b>1.</b> [[επιστρέφω]], [[ξαναγυρίζω]] («[[μέχρι]] οὗ ἐπανέλθωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, [[αναπτύσσω]] [[ξανά]] («θα επανέλθω σε αυτό το [[σημείο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη [[θέση]] μου («επανέρχονται όλοι οι απότακτοι στο [[στράτευμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναβρίσκω]] την [[υγεία]] μου<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπανέρχομαι]] ἐπὶ τὸ κρεῖττον» — βελτιώνεται η [[κατάσταση]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αναφέρομαι σε [[κάτι]] («εἰς τὰ γράμματα ταῡτ' ἐπανελθεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν πάντων εὑρεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πυρετό) εκδηλώνομαι [[πάλι]], [[παθαίνω]] [[υποτροπή]]<br /><b>3.</b> [[υποστρέφω]], [[στρέφω]] [[πίσω]], [[γυρίζω]] [[πάλι]]<br /><b>4.</b> [[συγκεφαλαιώνω]] («πρῶτον μὲν ἐπανέλθοιμεν ὅσα ὁμολογοῦν
τες διεληλύθαμεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ανέρχομαι]], [[ανεβαίνω]] («ἐπανελθὼν εἰς τὰ ὄρη ἐνέδραν ἐποιήσατο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ανεβαίνω]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>7.</b> μεταδίδομαι, διαδίδομαι.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπανέρχομαι)
1. επιστρέφω, ξαναγυρίζωμέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.)
2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο)
νεοελλ.
αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι απότακτοι στο στράτευμα»)
μσν.
1. ξαναβρίσκω την υγεία μου
2. συνέρχομαι
3. φρ. «ἐπανέρχομαι ἐπὶ τὸ κρεῖττον» — βελτιώνεται η κατάσταση μου
αρχ.
1. αναφέρομαι σε κάτι («εἰς τὰ γράμματα ταῡτ' ἐπανελθεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν πάντων εὑρεῖν», Δημοσθ.)
2. (για πυρετό) εκδηλώνομαι πάλι, παθαίνω υποτροπή
3. υποστρέφω, στρέφω πίσω, γυρίζω πάλι
4. συγκεφαλαιώνω («πρῶτον μὲν ἐπανέλθοιμεν ὅσα ὁμολογοῦν τες διεληλύθαμεν», Ξεν.)
5. ανέρχομαι, ανεβαίνω («ἐπανελθὼν εἰς τὰ ὄρη ἐνέδραν ἐποιήσατο», Ξεν.)
6. ανεβαίνω στην επιφάνεια
7. μεταδίδομαι, διαδίδομαι.