χλαμύδα: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[χλαμύς]], -ύδος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[χλαμύς]] Ν<br />(στην [[αρχαιότητα]]) [[βραχύς]] [[τριγωνοειδής]] [[μανδύας]] τών εφήβων, τών στρατιωτών και τών ιππέων, του οποίου τα δύο [[άκρα]] ενώνονταν [[μπροστά]] στον λαιμό με [[πόρπη]] («[[χλαμύδα]] ἐνῆπται Θετταλικὸν τρόπον», Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> (στον λόγιο τ.) [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά) α) ο [[μανδύας]] του κήρυκα<br />β) ο [[μανδύας]] του στρατηγού («ἀναλαμβάνων τὴν [[χλαμύδα]], [[ὁπότε]] μέλλοι στρατηγεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) ο [[βασιλικός]] [[μανδύας]] («καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ [[χλαμύδα]] κόκκινην», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> [[ένδυμα]] κατοίκων τών [[πόλεων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χλαίνα]]]. | |mltxt=η / [[χλαμύς]], -ύδος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[χλαμύς]] Ν<br />(στην [[αρχαιότητα]]) [[βραχύς]] [[τριγωνοειδής]] [[μανδύας]] τών εφήβων, τών στρατιωτών και τών ιππέων, του οποίου τα δύο [[άκρα]] ενώνονταν [[μπροστά]] στον λαιμό με [[πόρπη]] («[[χλαμύδα]] ἐνῆπται Θετταλικὸν τρόπον», Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> (στον λόγιο τ.) [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά) α) ο [[μανδύας]] του κήρυκα<br />β) ο [[μανδύας]] του στρατηγού («ἀναλαμβάνων τὴν [[χλαμύδα]], [[ὁπότε]] μέλλοι στρατηγεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) ο [[βασιλικός]] [[μανδύας]] («καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ [[χλαμύδα]] κόκκινην», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> [[ένδυμα]] κατοίκων τών [[πόλεων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χλαίνα]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[chlamys]]=== | |||
ar: كلاميد; bg: хламида; da: chlamys; de: [[Chlamys]]; en: chlamys; es: clámide; eu: klamide; fr: [[chlamyde]]; id: khlamis; io: klamido; it: [[clamide]]; lt: chlamida; nl: chlamys; no: khlamys; pl: chlamida; pt: clâmide; ru: [[хламида]]; tr: chlamys; uk: хламида | |||
Catalan: clàmide; Finnish: klamys; French: [[chlamyde]]; Greek: [[χλαμύδα]]; Ancient Greek: [[χλαμύς]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:05, 14 May 2023
Greek Monolingual
η / χλαμύς, -ύδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χλαμύς Ν
(στην αρχαιότητα) βραχύς τριγωνοειδής μανδύας τών εφήβων, τών στρατιωτών και τών ιππέων, του οποίου τα δύο άκρα ενώνονταν μπροστά στον λαιμό με πόρπη («χλαμύδα ἐνῆπται Θετταλικὸν τρόπον», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
ζωολ. (στον λόγιο τ.) γένος δίθυρων μαλακίων
αρχ.
1. (ειδικά) α) ο μανδύας του κήρυκα
β) ο μανδύας του στρατηγού («ἀναλαμβάνων τὴν χλαμύδα, ὁπότε μέλλοι στρατηγεῖν», Πλούτ.)
γ) ο βασιλικός μανδύας («καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κόκκινην», ΚΔ)
2. (σπάν.) ένδυμα κατοίκων τών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαίνα].
Translations
chlamys
ar: كلاميد; bg: хламида; da: chlamys; de: Chlamys; en: chlamys; es: clámide; eu: klamide; fr: chlamyde; id: khlamis; io: klamido; it: clamide; lt: chlamida; nl: chlamys; no: khlamys; pl: chlamida; pt: clâmide; ru: хламида; tr: chlamys; uk: хламида
Catalan: clàmide; Finnish: klamys; French: chlamyde; Greek: χλαμύδα; Ancient Greek: χλαμύς