ενθύμηση: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[θύμηση]], η (AM [[ἐνθύμησις]]) [[ενθυμούμαι]]<br />[[σκέψη]], [[στοχασμός]], [[ανάμνηση]] («ώς που έχαναν και την [[ενθύμηση]] της πατρίδας τους», Καρκαβ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μνήμη]], θυμητικό («μού ήρθε στην [[ενθύμηση]] μου»)<br /><b>2.</b> [[ενθύμιο]], αναμνηστικό, [[σουβενίρ]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <b>(παλαιογρ.)</b> οι πρόχειρες σημειώσεις διαφόρων γεγονότων στο [[περιθώριο]] εκκλησιαστικών και άλλων βιβλίων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπενθύμιση]]<br /><b>2.</b> [[αφήγηση]], [[διήγηση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] εἰς ἐνθύμησιν» — [[θυμούμαι]]<br />β) «ἔχω ἐνθύμησιν νά...» — [[σκοπεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νόηση]], [[διανόημα]], [[σκέψη]], [[συλλογισμός]] («ἰδών ό Ἰησοῡς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν<br />ἵνα τί ὑμεῑς ἐνθυμεῑσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[ιδέα]], [[σύλληψη]], [[αντίληψη]] («τὰς ἐνθυμήσεις οξύν, τήν παιδείαν βαθύν, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανησυχία]], [[ενόχληση]]<br /><b>4.</b> [[αποφασιστικότητα]], [[τόλμη]].
|mltxt=και [[θύμηση]], η (AM [[ἐνθύμησις]]) [[ενθυμούμαι]]<br />[[σκέψη]], [[στοχασμός]], [[ανάμνηση]] («ώς που έχαναν και την [[ενθύμηση]] της πατρίδας τους», Καρκαβ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μνήμη]], θυμητικό («μού ήρθε στην [[ενθύμηση]] μου»)<br /><b>2.</b> [[ενθύμιο]], αναμνηστικό, [[σουβενίρ]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <b>(παλαιογρ.)</b> οι πρόχειρες σημειώσεις διαφόρων γεγονότων στο [[περιθώριο]] εκκλησιαστικών και άλλων βιβλίων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπενθύμιση]]<br /><b>2.</b> [[αφήγηση]], [[διήγηση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] εἰς ἐνθύμησιν» — [[θυμούμαι]]<br />β) «ἔχω ἐνθύμησιν νά...» — [[σκοπεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νόηση]], [[διανόημα]], [[σκέψη]], [[συλλογισμός]] («ἰδών ό Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν<br />ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[ιδέα]], [[σύλληψη]], [[αντίληψη]] («τὰς ἐνθυμήσεις οξύν, τήν παιδείαν βαθύν, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανησυχία]], [[ενόχληση]]<br /><b>4.</b> [[αποφασιστικότητα]], [[τόλμη]].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 13 October 2022

Greek Monolingual

και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) ενθυμούμαι
σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση της πατρίδας τους», Καρκαβ.)
νεοελλ.
1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου»)
2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ
3. πληθ. (παλαιογρ.) οι πρόχειρες σημειώσεις διαφόρων γεγονότων στο περιθώριο εκκλησιαστικών και άλλων βιβλίων
μσν.
1. υπενθύμιση
2. αφήγηση, διήγηση
3. φρ. α) «ἔρχομαι εἰς ἐνθύμησιν» — θυμούμαι
β) «ἔχω ἐνθύμησιν νά...» — σκοπεύω
αρχ.
1. νόηση, διανόημα, σκέψη, συλλογισμός («ἰδών ό Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν
ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν», ΚΔ)
2. ιδέα, σύλληψη, αντίληψη («τὰς ἐνθυμήσεις οξύν, τήν παιδείαν βαθύν, Λουκιαν.)
3. ανησυχία, ενόχληση
4. αποφασιστικότητα, τόλμη.