εὐστόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efstomachos
|Transliteration C=efstomachos
|Beta Code=eu)sto/maxos
|Beta Code=eu)sto/maxos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[equable]], [[tranquil]]. Adv. [[εὐστομάχως]], [[ferre]] <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>9.5.2</span>; ἀπορέγχειν <span class="title">AP</span>11.4 (Parmen.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[good for the stomach]], [[wholesome]], <span class="bibl">Diocl.Fr.125</span>, Dsc.1.117, <span class="bibl">Sor.1.94</span>, Hices. ap. <span class="bibl">Ath.15.689c</span>, Gal.6.593: Sup., lemma ad <span class="bibl">Ath.7.310a</span>.</span>
|Definition=εὐστόμαχον,<br><span class="bld">A</span> [[equable]], [[tranquil]]. Adv. [[εὐστομάχως]] = [[with a good stomach]], [[tranquilly]], ferre Cic.''Att.''9.5.2; [[ἀπορέγχω|ἀπορέγχειν]] ''AP''11.4 (Parmen.).<br><span class="bld">II</span> [[good for the stomach]], [[wholesome]], Diocl.Fr.125, Dsc.1.117, Sor.1.94, Hices. ap. Ath.15.689c, Gal.6.593: Sup., lemma ad Ath.7.310a.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[bon pour l'estomac]], [[fortifiant]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στόμαχος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>gut für den [[Magen]], [[magenstärkend]]</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[κακοστόμαχος]], Ath. I.26f und [[öfter]]; Plut. und andere Spätere<br><b class="num">• Adv.</b>, <i>mit gutem [[Magen]], [[guter]] [[Verdauung]]</i>, ἀπορέγχειν Parmenio 15 (XI.4); ferre aliquid, Cic. <i>Att</i>. 9.5.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐστόμᾰχος:''' [[полезный для желудка]], [[удобоваримый]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐστόμᾰχος''': -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, [[ὑγιεινός]], Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε [[εὐκάρδιος]]: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, μετὰ καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.
|lstext='''εὐστόμᾰχος''': -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, [[ὑγιεινός]], Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε [[εὐκάρδιος]]: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, μετὰ καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bon pour l’estomac, fortifiant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στόμαχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐστόμᾰχος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλός]] για το [[στομάχι]], [[υγιεινός]]· επίρρ. <i>-χως</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐστόμᾰχος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλός]] για το [[στομάχι]], [[υγιεινός]]· επίρρ. <i>-χως</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐστόμᾰχος:''' полезный для желудка, удобоваримый Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐστόμᾰχος, ον<br />with [[good]] [[stomach]]: adv., -χως, Anth.
|mdlsjtxt=εὐστόμᾰχος, ον<br />with [[good]] [[stomach]]: adv., -χως, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστόμᾰχος Medium diacritics: εὐστόμαχος Low diacritics: ευστόμαχος Capitals: ΕΥΣΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: eustómachos Transliteration B: eustomachos Transliteration C: efstomachos Beta Code: eu)sto/maxos

English (LSJ)

εὐστόμαχον,
A equable, tranquil. Adv. εὐστομάχως = with a good stomach, tranquilly, ferre Cic.Att.9.5.2; ἀπορέγχειν AP11.4 (Parmen.).
II good for the stomach, wholesome, Diocl.Fr.125, Dsc.1.117, Sor.1.94, Hices. ap. Ath.15.689c, Gal.6.593: Sup., lemma ad Ath.7.310a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bon pour l'estomac, fortifiant.
Étymologie: εὖ, στόμαχος.

German (Pape)

gut für den Magen, magenstärkend, Gegensatz κακοστόμαχος, Ath. I.26f und öfter; Plut. und andere Spätere
• Adv., mit gutem Magen, guter Verdauung, ἀπορέγχειν Parmenio 15 (XI.4); ferre aliquid, Cic. Att. 9.5.

Russian (Dvoretsky)

εὐστόμᾰχος: полезный для желудка, удобоваримый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστόμᾰχος: -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, ὑγιεινός, Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε εὐκάρδιος: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, μετὰ καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐστόμαχος, -ον)
ο ωφέλιμος για το στομάχι, ο εύπεπτος («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)
μσν.
υγιής ως προς το στομάχι, με καλή λειτουργία του στομάχου
αρχ.
ήρεμος, γαλήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόμαχος.

Greek Monotonic

εὐστόμᾰχος: -ον, αυτός που είναι καλός για το στομάχι, υγιεινός· επίρρ. -χως, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐστόμᾰχος, ον
with good stomach: adv., -χως, Anth.