εὐδιάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evdiallaktos
|Transliteration C=evdiallaktos
|Beta Code=eu)dia/llaktos
|Beta Code=eu)dia/llaktos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easy to reconcile]], [[placable]], <span class="bibl">D.H.4.38</span>, Plu.2.332d. Adv. -τως <span class="bibl">Id.<span class="title">Caes.</span>54</span>, <span class="bibl">M.Ant.1.7</span> (v.l. [[εὐαναδιδάκτως]] codd. Suid.).</span>
|Definition=εὐδιάλλακτον, [[easy to reconcile]], [[placable]], D.H.4.38, Plu.2.332d. Adv. [[εὐδιαλλάκτως]] Id.''Caes.''54, M.Ant.1.7 ([[varia lectio|v.l.]] [[εὐαναδιδάκτως]] codd. Suid.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[facile à réconcilier]], [[qui se laisse fléchir]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάλλακτος:''' [[легко примиряющийся]], [[сговорчивый]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάλλακτος''': -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, [[εἰρηνικός]], Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.
|lstext='''εὐδιάλλακτος''': -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, [[εἰρηνικός]], Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλλάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διάλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διαλλάσσομαι</i>) [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>διάλλακτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διάλλακτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διάλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διαλλάσσομαι</i>) [[πρβλ]]. [[αδιάλλακτος]], [[δυσδιάλλακτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐδιάλλακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, [[ειρηνικός]]· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὐδιάλλακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, [[ειρηνικός]]· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάλλακτος:''' легко примиряющийся, сговорчивый Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐδιάλλακτος]], ον<br />[[easy]] to [[reconcile]], [[placable]]: adv. -τως, Plut.
|mdlsjtxt=[[εὐδιάλλακτος]], ον<br />[[easy]] to [[reconcile]], [[placable]]: adv. -τως, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάλλακτος Medium diacritics: εὐδιάλλακτος Low diacritics: ευδιάλλακτος Capitals: ΕΥΔΙΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eudiállaktos Transliteration B: eudiallaktos Transliteration C: evdiallaktos Beta Code: eu)dia/llaktos

English (LSJ)

εὐδιάλλακτον, easy to reconcile, placable, D.H.4.38, Plu.2.332d. Adv. εὐδιαλλάκτως Id.Caes.54, M.Ant.1.7 (v.l. εὐαναδιδάκτως codd. Suid.).

German (Pape)

[Seite 1061] leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.
Étymologie: εὖ, διαλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάλλακτος: легко примиряющийся, сговорчивый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, εἰρηνικός, Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, -ον)
αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. αδιάλλακτος, δυσδιάλλακτος].

Greek Monotonic

εὐδιάλλακτος: -ον, αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, ειρηνικός· επίρρ. -τως, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐδιάλλακτος, ον
easy to reconcile, placable: adv. -τως, Plut.