ιάπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰάπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[εναντίον]], [[εκσφενδονίζω]] («τόξοις ἰάπτειν μητέτ' εἰς ἡμᾱς βέλη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]] («[[πρόσθε]] πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» — [[μπροστά]] στις πύλες θα χτυπήσει το [[κεφάλι]] του, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για όπλο) [[τραυματίζω]], [[διατρυπώ]]<br /><b>4.</b> [[βλάπτω]], [[ζημιώνω]] («ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ [[χρόα]] καλὸν ἰάπτη» — για να μην ασχημίζει με το [[κλάμα]] της το [[ωραίο]] [[δέρμα]] της, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκστομίζω]] λόγο [[εναντίον]] ή [[υπέρ]] κάποιου, [[υμνολογώ]] ή [[προσβάλλω]] κάποιον με [[λόγια]] (α. «αἶνον ἐπ' άνδρὶ θείῳ... ἰάπτων», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πικρὸν [[πρόσφθεγμα]] δεσποτῶν ἐρεῑ λόγοις ἰάπτων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σπεύδω]] με [[ορμή]], [[τρέχω]] («ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> (για χορό) «ἰάπτειν ὀρχήματα» — να κάνει [[κάποιος]] την [[έναρξη]] του χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αρχ. ενεστ. με αναδιπλασιασμό (i-) που διατηρείται σ' όλους τους χρόνους. Το ρ. συνδέεται [[μάλλον]] εσφαλμένα με τα [[ίπτομαι]], <i>ίψασθαι</i> «[[πιέζω]]» και με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου: <i>ιάσσειν</i><br /><i>θυμούσθαι</i><br /><i>δάκνειν</i>. Το [[ιάπτω]] εμφανίζει δύο διαφορετικές σημασίες: «[[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]] - [[χτυπώ]], [[τραυματίζω]]» ([[πρβλ]]. [[βάλλω]])].
|mltxt=[[ἰάπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[εναντίον]], [[εκσφενδονίζω]] («τόξοις ἰάπτειν μητέτ' εἰς ἡμᾶς βέλη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]] («[[πρόσθε]] πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» — [[μπροστά]] στις πύλες θα χτυπήσει το [[κεφάλι]] του, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για όπλο) [[τραυματίζω]], [[διατρυπώ]]<br /><b>4.</b> [[βλάπτω]], [[ζημιώνω]] («ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ [[χρόα]] καλὸν ἰάπτη» — για να μην ασχημίζει με το [[κλάμα]] της το [[ωραίο]] [[δέρμα]] της, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκστομίζω]] λόγο [[εναντίον]] ή [[υπέρ]] κάποιου, [[υμνολογώ]] ή [[προσβάλλω]] κάποιον με [[λόγια]] (α. «αἶνον ἐπ' άνδρὶ θείῳ... ἰάπτων», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πικρὸν [[πρόσφθεγμα]] δεσποτῶν ἐρεῖ λόγοις ἰάπτων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σπεύδω]] με [[ορμή]], [[τρέχω]] («ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> (για χορό) «ἰάπτειν ὀρχήματα» — να κάνει [[κάποιος]] την [[έναρξη]] του χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αρχ. ενεστ. με αναδιπλασιασμό (i-) που διατηρείται σ' όλους τους χρόνους. Το ρ. συνδέεται [[μάλλον]] εσφαλμένα με τα [[ίπτομαι]], <i>ίψασθαι</i> «[[πιέζω]]» και με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου: <i>ιάσσειν</i><br /><i>θυμούσθαι</i><br /><i>δάκνειν</i>. Το [[ιάπτω]] εμφανίζει δύο διαφορετικές σημασίες: «[[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]] - [[χτυπώ]], [[τραυματίζω]]» ([[πρβλ]]. [[βάλλω]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἰάπτω (Α)
1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ' εἰς ἡμᾶς βέλη», Αισχύλ.)
2. πλήττω, χτυπώπρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» — μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.)
3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ
4. βλάπτω, ζημιώνω («ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτη» — για να μην ασχημίζει με το κλάμα της το ωραίο δέρμα της, Ομ. Οδ.)
5. εκστομίζω λόγο εναντίον ή υπέρ κάποιου, υμνολογώ ή προσβάλλω κάποιον με λόγια (α. «αἶνον ἐπ' άνδρὶ θείῳ... ἰάπτων», Αισχύλ.
β. «πικρὸν πρόσφθεγμα δεσποτῶν ἐρεῖ λόγοις ἰάπτων», Σοφ.)
6. σπεύδω με ορμή, τρέχω («ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας», Αισχύλ.)
7. φρ. (για χορό) «ἰάπτειν ὀρχήματα» — να κάνει κάποιος την έναρξη του χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχ. ενεστ. με αναδιπλασιασμό (i-) που διατηρείται σ' όλους τους χρόνους. Το ρ. συνδέεται μάλλον εσφαλμένα με τα ίπτομαι, ίψασθαι «πιέζω» και με τη γλώσσα του Ησυχίου: ιάσσειν
θυμούσθαι
δάκνειν. Το ιάπτω εμφανίζει δύο διαφορετικές σημασίες: «ρίχνω, εκσφενδονίζω - χτυπώ, τραυματίζω» (πρβλ. βάλλω)].