κραταιίς: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krataiis | |Transliteration C=krataiis | ||
|Beta Code=krataii/s | |Beta Code=krataii/s | ||
|Definition=ἡ, (κρατύς) of the stone of Sisyphus, <b class="b3">ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς</b> when it was just about to surmount the top, then did < | |Definition=ἡ, ([[κρατύς]]) of the stone of Sisyphus, <b class="b3">ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς</b> when it was just about to surmount the top, then did<br><span class="bld">A</span> [[mighty weight]] turn it back, dub. in Od.11.597 (taken as adverb, [[violently]], by Aristarch.; as <b class="b3">κράται' ἴς</b> (where [[κράταια]] may be an old fem. of [[κρατύς]] like *[[πλάταια]] (cf. Skt. pṛthivī), pl. [[Πλαταιαί]], fem. of [[πλατύς]]) by Ptol.Asc. ap. Hdn.Gr.2.153).<br><span class="bld">II</span> (proparox.) as pr.n., [[the Mighty]] one, name of the mother of Scylla, Od.12.124. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραταιίς]], - | |mltxt=[[κραταιίς]], -ίδος (Α)<br /><b>1.</b> (για τον λίθο του Σισύφου) η υπερβολική [[δύναμη]] του λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο [[βάρος]] του («ὅτε μέλλοι [[ἄκρον]] ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε [[κραταιίς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) <i>ἡ Κράταιις</i><br />η [[μητέρα]] της Σκύλλας, η Κραταιή («βωστρεῖν δὲ Κράταιιν, [[μητέρα]] τῆς Σκύλλης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραταιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[Αχαιΐς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:13, 1 March 2024
English (LSJ)
ἡ, (κρατύς) of the stone of Sisyphus, ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς when it was just about to surmount the top, then did
A mighty weight turn it back, dub. in Od.11.597 (taken as adverb, violently, by Aristarch.; as κράται' ἴς (where κράταια may be an old fem. of κρατύς like *πλάταια (cf. Skt. pṛthivī), pl. Πλαταιαί, fem. of πλατύς) by Ptol.Asc. ap. Hdn.Gr.2.153).
II (proparox.) as pr.n., the Mighty one, name of the mother of Scylla, Od.12.124.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταιίς: ἡ, (κράτος) μόνον ἐν Ὀδ. Λ. 597, ἐπὶ τοῦ λίθου τοῦ Σισύφου, ― ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ’ ἀποστρέψασκε κραταιὶς αὖτις, ὅτε ἔμελλε νὰ ὑπερβῇ τὴν κορυφήν, τότε ἰσχυρὸν βάρος ἢ ἀκαταμάχητος δύναμις ἔστρεφε τὸν λίθον ὀπίσω· ― λίαν ἀμφίβολος λέξις. Ὁ Ἀρίσταρχ. ἐθεώρει αὐτὴν ὡς ἐπίρρ. = κραταιῶς (ἐκλαμβάνων τὸ ἀποστρέψασκε ὡς ἀμετάβ.), ὁρμητικῶς ἐκυλίετο ὀπίσω· ἕτεροι θεωροῦσιν αὐτὸ ὡς κύρ. ὄνομα, ἴδε σημασ. ΙΙ. ΙΙ. Κρᾰταιίς, ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Ἰσχυρά, ὄνομα τῆς μητρὸς τῆς Σκύλλης, Ὀδ. Μ. 124.
English (Autenrieth)
overpowering force, ‘weight’ we should say, i. e. the force of gravitation, in the stone of Sisyphus, Od. 11.597.—Personified, Κραταιίς, Crataeis, the mother of Scylla, Od. 12.124.
Greek Monolingual
κραταιίς, -ίδος (Α)
1. (για τον λίθο του Σισύφου) η υπερβολική δύναμη του λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.)
2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιις
η μητέρα της Σκύλλας, η Κραταιή («βωστρεῖν δὲ Κράταιιν, μητέρα τῆς Σκύλλης», Ομ. Οδ.)
3. (ως επίρρ.) βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + κατάλ. θηλ. -ίς (πρβλ. Αχαιΐς)].
Greek Monotonic
κρᾰταιίς: ἡ (κράτος), ισχυρή δύναμη, σε Ομήρ. Οδ.