κρεμαστάρι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κρεμαστάριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κρεμασμένο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[καρπός]] που κρεμιέται απ' το [[ταβάνι]] για να διατηρηθεί<br /><b>3.</b> [[εξάρτημα]] από το οποίο κρεμιέται ένα [[αντικείμενο]] (α. «έπεσε ο [[πίνακας]] [[γιατί]] ξεκόλλησε το [[κρεμαστάρι]] του» β. μπορείς να κρεμάσεις την [[πετσέτα]] στο [[κρεμαστάρι]]»)<br /><b>4.</b> [[έπιπλο]] [[πάνω]] στο οποίο κρεμιούνται τα ρούχα, [[κρεμάστρα]]<br /><b>5.</b> [[αντικείμενο]] που κρεμιέται στο [[σώμα]] του ανθρώπου για [[στόλισμα]], όπως [[είναι]] λ.χ. το [[σκουλαρίκι]], τα περιδέραια κ.ά.<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «όσα δεν φτάνει η [[αλεπού]] τά κάνει κρεμαστάρια» — λέγεται γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι δεν επιθυμούν [[κάτι]] το οποίο δεν μπορούν να αποκτήσουν ή να κατορθώσουν<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεμαστή]] [[λυχνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρεμαστός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i> ([[πρβλ]]. <i>θρεφτ</i>-<i>άρι</i>, <i>σφαχτ</i>-<i>άρι</i>)].
|mltxt=το (Α [[κρεμαστάριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κρεμασμένο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[καρπός]] που κρεμιέται απ' το [[ταβάνι]] για να διατηρηθεί<br /><b>3.</b> [[εξάρτημα]] από το οποίο κρεμιέται ένα [[αντικείμενο]] (α. «έπεσε ο [[πίνακας]] [[γιατί]] ξεκόλλησε το [[κρεμαστάρι]] του» β. μπορείς να κρεμάσεις την [[πετσέτα]] στο [[κρεμαστάρι]]»)<br /><b>4.</b> [[έπιπλο]] [[πάνω]] στο οποίο κρεμιούνται τα ρούχα, [[κρεμάστρα]]<br /><b>5.</b> [[αντικείμενο]] που κρεμιέται στο [[σώμα]] του ανθρώπου για [[στόλισμα]], όπως [[είναι]] λ.χ. το [[σκουλαρίκι]], τα περιδέραια κ.ά.<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «όσα δεν φτάνει η [[αλεπού]] τά κάνει κρεμαστάρια» — λέγεται γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι δεν επιθυμούν [[κάτι]] το οποίο δεν μπορούν να αποκτήσουν ή να κατορθώσουν<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεμαστή]] [[λυχνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρεμαστός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i> ([[πρβλ]]. [[θρεφτάρι]], [[σφαχτάρι]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:36, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α κρεμαστάριον)
νεοελλ.
1. κρεμασμένο πράγμα
2. καρπός που κρεμιέται απ' το ταβάνι για να διατηρηθεί
3. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο (α. «έπεσε ο πίνακας γιατί ξεκόλλησε το κρεμαστάρι του» β. μπορείς να κρεμάσεις την πετσέτα στο κρεμαστάρι»)
4. έπιπλο πάνω στο οποίο κρεμιούνται τα ρούχα, κρεμάστρα
5. αντικείμενο που κρεμιέται στο σώμα του ανθρώπου για στόλισμα, όπως είναι λ.χ. το σκουλαρίκι, τα περιδέραια κ.ά.
6. παροιμ. «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει κρεμαστάρια» — λέγεται γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι δεν επιθυμούν κάτι το οποίο δεν μπορούν να αποκτήσουν ή να κατορθώσουν
αρχ.
κρεμαστή λυχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμαστός + κατάλ. -άρι (πρβλ. θρεφτάρι, σφαχτάρι)].