ψήφιση: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ψήφισις]], -ίσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. [[ψάφιξξις]] Α<br />η [[ενέργεια]] του [[ψηφίζω]], [[ψηφοφορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλογή]] με [[ψηφοφορία]]<br /><b>2.</b> [[υπερψήφιση]], [[έγκριση]], [[επικύρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψηφίζω]], -<i>ομαι</i>. Ο τ. [[ψάφιξξις]], με εκφραστικό διπλό ουρανικό σύμφ., [[είναι]] παρλλ. διαλ. τ. ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἐψάφιξα</i>)].
|mltxt=η / [[ψήφισις]], ψηφίσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. [[ψάφιξξις]] Α<br />η [[ενέργεια]] του [[ψηφίζω]], [[ψηφοφορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλογή]] με [[ψηφοφορία]]<br /><b>2.</b> [[υπερψήφιση]], [[έγκριση]], [[επικύρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψηφίζω]], -<i>ομαι</i>. Ο τ. [[ψάφιξξις]], με εκφραστικό διπλό ουρανικό σύμφ., [[είναι]] παρλλ. διαλ. τ. ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἐψάφιξα</i>)].
}}
{{trml
|trtx====[[voting]]===
Afrikaans: stemming; Arabic: ⁧تَصْوِيت⁩; Azerbaijani: səsvermə; Belarusian: галасаванне; Bengali: ইন্তেখাব; Bulgarian: гласуване; Catalan: votació; Chinese Mandarin: 投票; Czech: hlasování; Finnish: äänestys, äänestäminen; French: [[votation]]; Galician: votación; Georgian: ხმის მიცემა; German: [[Abstimmung]]; Greek: [[ψήφιση]]; Ancient Greek: [[διαφορά]], [[διαψήφισις]], [[διαψηφισμός]], [[ἐπιχειροτονία]], [[χειροτονία]], [[ψάφιξξις]], [[ψαφοφορία]], [[ψήφισις]], [[ψηφοφορία]]; Italian: [[votazione]]; Japanese: 投票; Korean: 투표; Macedonian: гласање; Navajo: iʼiiʼnííł; Norman: vot'tie; Polish: głosowanie; Portuguese: [[votação]]; Russian: [[голосование]]; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀са̄ње; Roman: glàsānje; Slovak: hlasovanie; Slovene: glasovanje; Spanish: [[votación]]; Swahili: upigaji kura; Ukrainian: голосування
}}
}}

Latest revision as of 19:02, 13 February 2024

Greek Monolingual

η / ψήφισις, ψηφίσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. ψάφιξξις Α
η ενέργεια του ψηφίζω, ψηφοφορία
νεοελλ.
1. εκλογή με ψηφοφορία
2. υπερψήφιση, έγκριση, επικύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίζω, -ομαι. Ο τ. ψάφιξξις, με εκφραστικό διπλό ουρανικό σύμφ., είναι παρλλ. διαλ. τ. (πρβλ. αόρ. ἐψάφιξα)].

Translations

voting

Afrikaans: stemming; Arabic: ⁧تَصْوِيت⁩; Azerbaijani: səsvermə; Belarusian: галасаванне; Bengali: ইন্তেখাব; Bulgarian: гласуване; Catalan: votació; Chinese Mandarin: 投票; Czech: hlasování; Finnish: äänestys, äänestäminen; French: votation; Galician: votación; Georgian: ხმის მიცემა; German: Abstimmung; Greek: ψήφιση; Ancient Greek: διαφορά, διαψήφισις, διαψηφισμός, ἐπιχειροτονία, χειροτονία, ψάφιξξις, ψαφοφορία, ψήφισις, ψηφοφορία; Italian: votazione; Japanese: 投票; Korean: 투표; Macedonian: гласање; Navajo: iʼiiʼnííł; Norman: vot'tie; Polish: głosowanie; Portuguese: votação; Russian: голосование; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀са̄ње; Roman: glàsānje; Slovak: hlasovanie; Slovene: glasovanje; Spanish: votación; Swahili: upigaji kura; Ukrainian: голосування