μήλον: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑΜ [[μῆλον]], Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)<br /><b>βλ.</b> [[μήλο]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μῆλον]], βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πρόβατο]] ή [[αίγα]] («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῦν ἠέ τι [[μῆλον]] ἀποκτάνῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταύρος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[αιγοπρόβατα]]<br />β) [[ποίμνιο]]<br />γ) [[αγέλη]] ζώων<br />δ) (γενικά) ζώα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ανθρώπους («γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (ειδικά) ζώο για [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε IE <i>m</i><i>ē</i><i>lo</i>- ή <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i> «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> «μικρό ζώο» [[αλλά]] και με αρμ. <i>mal</i> «[[πρόβατο]]». Με [[βάση]] τον ΙΕ τ. <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i>- το ελλ. [[μῆλον]] μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «[[μικρός]], [[λεπτός]]» ([[πρβλ]]. αρχ. άνω γερμ. <i>smal</i>, αγγλ. <i>small</i>). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>μηλος</i> και σε κύρια ον. ([[πρβλ]]. [[Εύμηλος]], [[Καλλίμηλος]], [[Πολύμηλος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηλωτή]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλάτης]], [[μήλειος]](ΙΙ), [[μηλίς]](ΙΙ), [[μηλίτης]](ΙΙ), [[μηλωτής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μηλολόνθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλιαυθμός]], [[μηλοβατώ]], [[μηλοβοσκός]], [[μηλόβοτος]], [[μηλογενής]], <i>μηλοδαΐκτας</i>, [[μηλοδόκος]], [[μηλοθύτης]], [[μηλόκερως]], [[μηλοκλόπος]], [[μηλοκόμος]], [[μηλοκτόνος]], [[μηλονόμης]], [[μηλονόμος]], [[μηλοσκόπος]], [[μηλοσόη]], [[μηλοσσόος]], [[μηλοσφάγος]], [[μηλοτρόφος]], [[μηλοφάγος]] (ΙΙ), [[μηλοφόνος]], [[μηλοφύλαξ]] (II). (Β' συνθετικό σε -<i>μηλος</i>) <b>αρχ.</b> [[δεξίμηλος]], [[εύμηλος]], [[φερέμηλος]], [[φιλόμηλος]], [[φυξίμηλος]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑΜ [[μῆλον]], Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)<br /><b>βλ.</b> [[μήλο]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μῆλον]], βοιωτ. τ. μεῖλον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πρόβατο]] ή [[αίγα]] («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῦν ἠέ τι [[μῆλον]] ἀποκτάνῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταύρος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[αιγοπρόβατα]]<br />β) [[ποίμνιο]]<br />γ) [[αγέλη]] ζώων<br />δ) (γενικά) ζώα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ανθρώπους («γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (ειδικά) ζώο για [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε IE <i>m</i><i>ē</i><i>lo</i>- ή <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i> «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> «μικρό ζώο» [[αλλά]] και με αρμ. <i>mal</i> «[[πρόβατο]]». Με [[βάση]] τον ΙΕ τ. <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i>- το ελλ. [[μῆλον]] μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «[[μικρός]], [[λεπτός]]» ([[πρβλ]]. αρχ. άνω γερμ. <i>smal</i>, αγγλ. <i>small</i>). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>μηλος</i> και σε κύρια ον. ([[πρβλ]]. [[Εύμηλος]], [[Καλλίμηλος]], [[Πολύμηλος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηλωτή]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλάτης]], [[μήλειος]](ΙΙ), [[μηλίς]](ΙΙ), [[μηλίτης]](ΙΙ), [[μηλωτής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μηλολόνθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλιαυθμός]], [[μηλοβατώ]], [[μηλοβοσκός]], [[μηλόβοτος]], [[μηλογενής]], <i>μηλοδαΐκτας</i>, [[μηλοδόκος]], [[μηλοθύτης]], [[μηλόκερως]], [[μηλοκλόπος]], [[μηλοκόμος]], [[μηλοκτόνος]], [[μηλονόμης]], [[μηλονόμος]], [[μηλοσκόπος]], [[μηλοσόη]], [[μηλοσσόος]], [[μηλοσφάγος]], [[μηλοτρόφος]], [[μηλοφάγος]] (ΙΙ), [[μηλοφόνος]], [[μηλοφύλαξ]] (II). (Β' συνθετικό σε -<i>μηλος</i>) <b>αρχ.</b> [[δεξίμηλος]], [[εύμηλος]], [[φερέμηλος]], [[φιλόμηλος]], [[φυξίμηλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 13 October 2022

Greek Monolingual

(I)
το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)
βλ. μήλο.
(II)
μῆλον, βοιωτ. τ. μεῖλον, τὸ (Α)
1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.)
2. ταύρος
3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα
β) ποίμνιο
γ) αγέλη ζώων
δ) (γενικά) ζώα, σε αντιδιαστολή προς τους ανθρώπους («γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», Πίνδ.)
ε) (ειδικά) ζώο για κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE mēlo- ή smēlo «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. mil «μικρό ζώο» αλλά και με αρμ. mal «πρόβατο». Με βάση τον ΙΕ τ. smēlo- το ελλ. μῆλον μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «μικρός, λεπτός» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. smal, αγγλ. small). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -μηλος και σε κύρια ον. (πρβλ. Εύμηλος, Καλλίμηλος, Πολύμηλος).
ΠΑΡ. μηλωτή (Ι)
αρχ.
μηλάτης, μήλειος(ΙΙ), μηλίς(ΙΙ), μηλίτης(ΙΙ), μηλωτής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηλολόνθη
αρχ.
μηλιαυθμός, μηλοβατώ, μηλοβοσκός, μηλόβοτος, μηλογενής, μηλοδαΐκτας, μηλοδόκος, μηλοθύτης, μηλόκερως, μηλοκλόπος, μηλοκόμος, μηλοκτόνος, μηλονόμης, μηλονόμος, μηλοσκόπος, μηλοσόη, μηλοσσόος, μηλοσφάγος, μηλοτρόφος, μηλοφάγος (ΙΙ), μηλοφόνος, μηλοφύλαξ (II). (Β' συνθετικό σε -μηλος) αρχ. δεξίμηλος, εύμηλος, φερέμηλος, φιλόμηλος, φυξίμηλος].