καλοήθης: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kaloithis
|Transliteration C=kaloithis
|Beta Code=kaloh/qhs
|Beta Code=kaloh/qhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[well-disposed]], <span class="bibl">M.Ant.1.1</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Par.Ptol.</span>232</span>, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>22</span>.</span>
|Definition=καλοήθες, [[well-disposed]], M.Ant.1.1, Procl.''Par.Ptol.''232, Procop.''Arc.''22.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a de bonnes mœurs, d’un caractère honnête.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἦθος]].
|btext=ης, ες:<br />[[qui a de bonnes mœurs]], [[d'un caractère honnête]].<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἦθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όηθες (AM [[καλοήθης]])<br />αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, [[αγαθός]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]]<br />||<b>νεοελλ.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[νόσημα]], όγκο <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρουσιάζει ήπια [[μορφή]], μη [[θανατηφόρος]], [[ακίνδυνος]], ευκολοθεράπευτος («[[καλοήθης]] όγκος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόηθες</i><br />η [[αρετή]], η [[χρηστοήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), [[πρβλ]]. [[κακοήθης]], [[χρηστοήθης]]].
|mltxt=-όηθες (AM [[καλοήθης]])<br />αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, [[αγαθός]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]]<br />||<b>νεοελλ.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[νόσημα]], όγκο <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρουσιάζει ήπια [[μορφή]], μη [[θανατηφόρος]], [[ακίνδυνος]], ευκολοθεράπευτος («[[καλοήθης]] όγκος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόηθες</i><br />η [[αρετή]], η [[χρηστοήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), [[πρβλ]]. [[κακοήθης]], [[χρηστοήθης]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοήθης Medium diacritics: καλοήθης Low diacritics: καλοήθης Capitals: ΚΑΛΟΗΘΗΣ
Transliteration A: kaloḗthēs Transliteration B: kaloēthēs Transliteration C: kaloithis Beta Code: kaloh/qhs

English (LSJ)

καλοήθες, well-disposed, M.Ant.1.1, Procl.Par.Ptol.232, Procop.Arc.22.

German (Pape)

[Seite 1312] ες, gutgesinnt, gutartig, M. Ant. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui a de bonnes mœurs, d'un caractère honnête.
Étymologie: καλός, ἦθος.

Greek Monolingual

-όηθες (AM καλοήθης)
αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, αγαθός, ενάρετος, ηθικός