ἀκριβολόγος: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akrivologos
|Transliteration C=akrivologos
|Beta Code=a)kribolo/gos
|Beta Code=a)kribolo/gos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[precise in argument]], in plural, Timo <span class="bibl">25.2</span>.</span>
|Definition=ἀκριβολόγον, [[precise in argument]], in plural, Timo 25.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[argumento sutil]] ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo <i>SHell</i>.799.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0081.png Seite 81]] genau redend, Tim. bei Diog. L. 2, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0081.png Seite 81]] genau redend, Tim. bei Diog. L. 2, 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui parle avec précision]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀκριβής]], [[λέγω]]³.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρῑβολόγος:''' ὁ [[строго рассуждающий оратор]], [[ревнитель точности]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρῐβολόγος''': -ον, ἀκριβὴς ἐν λόγῳ, ἐν ἐπιχειρήμασι λογικοῖς, κατὰ πληθ., Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19.
|lstext='''ἀκρῐβολόγος''': -ον, ἀκριβὴς ἐν λόγῳ, ἐν ἐπιχειρήμασι λογικοῖς, κατὰ πληθ., Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui parle avec précision.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκριβής]], [[λέγω]]³.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[argumento sutil]] ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo <i>SHell</i>.799.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρῑβολόγος:''' -ον, αυτός που επιχειρηματολογεί με [[ακρίβεια]].
|lsmtext='''ἀκρῑβολόγος:''' -ον, αυτός που επιχειρηματολογεί με [[ακρίβεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρῑβολόγος:''' ὁ строго рассуждающий оратор, ревнитель точности Diog. L.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[precise]] in [[argument]].
|mdlsjtxt=[[precise]] in [[argument]].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβολόγος Medium diacritics: ἀκριβολόγος Low diacritics: ακριβολόγος Capitals: ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: akribológos Transliteration B: akribologos Transliteration C: akrivologos Beta Code: a)kribolo/gos

English (LSJ)

ἀκριβολόγον, precise in argument, in plural, Timo 25.2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ argumento sutil ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo SHell.799.

German (Pape)

[Seite 81] genau redend, Tim. bei Diog. L. 2, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle avec précision.
Étymologie: ἀκριβής, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῑβολόγος:строго рассуждающий оратор, ревнитель точности Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐβολόγος: -ον, ἀκριβὴς ἐν λόγῳ, ἐν ἐπιχειρήμασι λογικοῖς, κατὰ πληθ., Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19.

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀκριβολόγος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί
2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα
αρχ.
αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβὴς + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ακριβολογία
αρχ.-μσν.
ἀκριβολογοῦμαι
νεοελλ.
ακριβολογώ].
-η, -ο
1. αυτός που μιλάει σπάνια και με συντομία
2. αυτός που μιλάει με μέτρο και σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο- + -λογος < λέγω.

Greek Monotonic

ἀκρῑβολόγος: -ον, αυτός που επιχειρηματολογεί με ακρίβεια.

Middle Liddell

precise in argument.