Μάγος: Difference between revisions
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=Μᾰ́γος | ||
|Medium diacritics=Μάγος | |Medium diacritics=Μάγος | ||
|Low diacritics=Μάγος | |Low diacritics=Μάγος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Magos | |Transliteration C=Magos | ||
|Beta Code=*ma/gos | |Beta Code=*ma/gos | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[Magian]], one of a [[Median]] [[tribe]], | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[Magian]], one of a [[Median]] [[tribe]], [[Herodotus|Hdt.]]1.101, Str. 15.3.1: hence, as belonging to this tribe,<br><span class="bld">2</span> one of the [[priest]]s and [[wise]] men in [[Persia]] who [[interpret]]ed [[dream]]s, [[Herodotus|Hdt.]]7.37, al., Arist.Fr. 36, Phoen.1.5, Ev.Matt.2.1.<br><span class="bld">3</span> [[enchanter]], [[wizard]], especially in bad sense, [[impostor]], [[charlatan]], Heraclit.14, S.OT387, E.Or.1498 (lyr.), Pl.R.572e, Act.Ap.13.6, Vett. Val.74.17: also fem., Luc.Asin.4, AP 5.15 (Marc. Arg.).<br><span class="bld">II</span> [[μάγος]], [[μάγον]], as adjective, [[magical]], μάγῳ τέχνῃ πράττειν τι Philostr.VA1.2; κεστοῦ φωνεῦσα μαγώτερα AP5.120 (Phld.). (Opers. maguš 'Magian'.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[de la tribu médique des Mages]].<br />'''Étymologie:''' [[Μάγοι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μάγος''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἐκ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Μηδικὴν φυλὴν τῶν μάγων, Ἡρόδ. 1. 101. Στράβ. 727· - [[ἐντεῦθεν]]: 2) ὁ ἐκ τῶν ἱερέων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν τῶν Περσῶν, οἵτινες ἡρμήνευον ὀνείρους, Ἡρόδ. 7. 37, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 8, 30. 3) πᾶς ὁ μετερχόμενος τὸν γόητα, μάγος, [[ἐντεῦθεν]], [[πλάνος]], ὀπατεών, ὡς τὸ [[γόης]], Σοφ. Ο. Τ. 387· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1497, Πλάτ. Πολ. 572Ε· [[ὡσαύτως]] θηλ., Ἀνθ. Π. 5. 16, Λουκ. Ὄν. 4. ΙΙ. μάγος, ον, ὡς ἐπίθετ., [[μαγικός]], μάγῳ τέχνῃ ποιεῖν τι Φιλόστρ. 4· κεστοῦ μαγώτερα Ἀνθ. Π. 5. 121. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[μέγας]] ὃ ἴδε). | |lstext='''Μάγος''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἐκ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Μηδικὴν φυλὴν τῶν μάγων, Ἡρόδ. 1. 101. Στράβ. 727· - [[ἐντεῦθεν]]: 2) ὁ ἐκ τῶν ἱερέων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν τῶν Περσῶν, οἵτινες ἡρμήνευον ὀνείρους, Ἡρόδ. 7. 37, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 8, 30. 3) πᾶς ὁ μετερχόμενος τὸν γόητα, μάγος, [[ἐντεῦθεν]], [[πλάνος]], ὀπατεών, ὡς τὸ [[γόης]], Σοφ. Ο. Τ. 387· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1497, Πλάτ. Πολ. 572Ε· [[ὡσαύτως]] θηλ., Ἀνθ. Π. 5. 16, Λουκ. Ὄν. 4. ΙΙ. μάγος, ον, ὡς ἐπίθετ., [[μαγικός]], μάγῳ τέχνῃ ποιεῖν τι Φιλόστρ. 4· κεστοῦ μαγώτερα Ἀνθ. Π. 5. 121. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[μέγας]] ὃ ἴδε). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 12:01, 4 September 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, Magian, one of a Median tribe, Hdt.1.101, Str. 15.3.1: hence, as belonging to this tribe,
2 one of the priests and wise men in Persia who interpreted dreams, Hdt.7.37, al., Arist.Fr. 36, Phoen.1.5, Ev.Matt.2.1.
3 enchanter, wizard, especially in bad sense, impostor, charlatan, Heraclit.14, S.OT387, E.Or.1498 (lyr.), Pl.R.572e, Act.Ap.13.6, Vett. Val.74.17: also fem., Luc.Asin.4, AP 5.15 (Marc. Arg.).
II μάγος, μάγον, as adjective, magical, μάγῳ τέχνῃ πράττειν τι Philostr.VA1.2; κεστοῦ φωνεῦσα μαγώτερα AP5.120 (Phld.). (Opers. maguš 'Magian'.)
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de la tribu médique des Mages.
Étymologie: Μάγοι.
Greek (Liddell-Scott)
Μάγος: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἐκ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Μηδικὴν φυλὴν τῶν μάγων, Ἡρόδ. 1. 101. Στράβ. 727· - ἐντεῦθεν: 2) ὁ ἐκ τῶν ἱερέων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν τῶν Περσῶν, οἵτινες ἡρμήνευον ὀνείρους, Ἡρόδ. 7. 37, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 8, 30. 3) πᾶς ὁ μετερχόμενος τὸν γόητα, μάγος, ἐντεῦθεν, πλάνος, ὀπατεών, ὡς τὸ γόης, Σοφ. Ο. Τ. 387· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1497, Πλάτ. Πολ. 572Ε· ὡσαύτως θηλ., Ἀνθ. Π. 5. 16, Λουκ. Ὄν. 4. ΙΙ. μάγος, ον, ὡς ἐπίθετ., μαγικός, μάγῳ τέχνῃ ποιεῖν τι Φιλόστρ. 4· κεστοῦ μαγώτερα Ἀνθ. Π. 5. 121. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ μέγας ὃ ἴδε).
Greek Monotonic
Μάγος: [ᾰ], -ου, ὁ,
1. Μάγος, αυτός που ανήκει στη Μηδική φυλή των Μάγων, σε Ηρόδ.
2. κάποιος από τους σοφούς της Περσίας που ερμήνευαν τα όνειρα, στον ίδ.
3. κάθε γητευτής ή μάγος, και με αρνητική έννοια, απατεώνας, αγύρτης, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· το θηλ., σε Ανθ. (περσική λέξη).
Middle Liddell
Μᾰ́γος, ου,
1. a Magus, Magian, one of a Median tribe, Hdt.
2. one of the wise men in Persia who interpreted dreams, Hdt.
3. any enchanter or wizard, and in bad sense, a juggler, impostor, Soph., Eur., etc.;—fem., Anth. [A Persian word.]