δειδήμων: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deidimon
|Transliteration C=deidimon
|Beta Code=deidh/mwn
|Beta Code=deidh/mwn
|Definition=ονος, (δείδω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fearful, cowardly</b>, <span class="bibl">Il.3.56</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>15.199</span>, al.</span>
|Definition=-ονος, ([[δείδω]]) [[fearful]], [[cowardly]], Il.3.56, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 15.199, al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ονος<br />[[miedoso]], [[cobarde]] μάλα Τρῶες δειδήμονες <i>Il</i>.3.56, cf. Nonn.<i>D</i>.14.321, 15.199, 16.244, Eust.379.28.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0534.png Seite 534]] ον, genit. ονος ([[δείδω]]), [[furchtsam]], feig; Hom. einmal, Iliad. 3, 56 ἀλλὰ [[μάλα]] Τρῶες δειδήμονες, Zenodot schrieb ἐλεήμονες, Scholl. Aristonic. Diad. 3, 56 und 7, 390, Apollon. Lex. Homer. 57, 6 [[δειδήμονες]]· εὐλαβεῖς, παρὰ τὸ [[δέος]], 57, 24 [[δειδήμονες]]· ἐλεήμονες, δειλοί – Nonn. D. 14, 321.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον, <i>gén</i>. ονος;<br />[[craintif]], [[pusillanime]].<br />'''Étymologie:''' [[δείδω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δειδήμων -ον [δείδω] [[angstig]].
}}
{{elru
|elrutext='''δειδήμων:''' 2, gen. ονος боязливый, робкий Hom.
}}
{{Autenrieth
|auten=ονος ([[δείδω]]): [[timid]], [[pusillanimous]], Il. 3.56†.
}}
{{grml
|mltxt=[[δειδήμων]], ο, η (Α)<br />πολύ [[δειλός]], [[γεμάτος]] φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός και [[εκφραστικός]] [[ονοματικός]] τ. από το ρ. [[δείδω]]<br />σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -[[ήμων]] ([[πρβλ]]. [[δαήμων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δειδήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[δείδω]]), [[δειλός]], [[μικρόψυχος]], [[φοβιτσιάρης]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{ls
|lstext='''δειδήμων''': ον,γεν.ονος,(δείδω) [[πλήρης]] φόβου, [[δειλός]],Ἰλ. Γ.56,Νόνν.14,321.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δείδω]]<br />[[fearful]], [[cowardly]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειδήμων Medium diacritics: δειδήμων Low diacritics: δειδήμων Capitals: ΔΕΙΔΗΜΩΝ
Transliteration A: deidḗmōn Transliteration B: deidēmōn Transliteration C: deidimon Beta Code: deidh/mwn

English (LSJ)

-ονος, (δείδω) fearful, cowardly, Il.3.56, Nonn. D. 15.199, al.

Spanish (DGE)

-ονος
miedoso, cobarde μάλα Τρῶες δειδήμονες Il.3.56, cf. Nonn.D.14.321, 15.199, 16.244, Eust.379.28.

German (Pape)

[Seite 534] ον, genit. ονος (δείδω), furchtsam, feig; Hom. einmal, Iliad. 3, 56 ἀλλὰ μάλα Τρῶες δειδήμονες, Zenodot schrieb ἐλεήμονες, Scholl. Aristonic. Diad. 3, 56 und 7, 390, Apollon. Lex. Homer. 57, 6 δειδήμονες· εὐλαβεῖς, παρὰ τὸ δέος, 57, 24 δειδήμονες· ἐλεήμονες, δειλοί – Nonn. D. 14, 321.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
craintif, pusillanime.
Étymologie: δείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειδήμων -ον [δείδω] angstig.

Russian (Dvoretsky)

δειδήμων: 2, gen. ονος боязливый, робкий Hom.

English (Autenrieth)

ονος (δείδω): timid, pusillanimous, Il. 3.56†.

Greek Monolingual

δειδήμων, ο, η (Α)
πολύ δειλός, γεμάτος φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός και εκφραστικός ονοματικός τ. από το ρ. δείδω
σχηματίστηκε αναλογικά προς τα επίθετα σε -ήμων (πρβλ. δαήμων)].

Greek Monotonic

δειδήμων: -ον, γεν. -ονος (δείδω), δειλός, μικρόψυχος, φοβιτσιάρης, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

δειδήμων: ον,γεν.ονος,(δείδω) πλήρης φόβου, δειλός,Ἰλ. Γ.56,Νόνν.14,321.

Middle Liddell

δείδω
fearful, cowardly, Il.