σεπτός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=septos
|Transliteration C=septos
|Beta Code=septo/s
|Beta Code=septo/s
|Definition=ή, όν, [[holy]], [[august]], [[venerable]], ἵησι σ. [[Νεῖλος]] [[ῥέος]] A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. [[σεπτῶς]] = [[in sanctity]], [[sacredly]]
|Definition=σεπτή, σεπτόν, [[holy]], [[august]], [[venerable]], ἵησι σεπτὸν [[Νεῖλος]] εὔποτον [[ῥέος]] = [[Nile]] sends forth his [[hallow]]ed and [[sweet]] [[stream]] A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. [[σεπτῶς]] = [[in sanctity]], [[sacredly]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0872.png Seite 872]] adj. verb. von [[σέβομαι]], verehrt, zu verehren, übh. = [[σεμνός]]; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0872.png Seite 872]] adj. verb. von [[σέβομαι]], verehrt, zu verehren, übh. = [[σεμνός]]; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[digne d'être honoré]], [[auguste]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[σέβω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σεπτός -ή -όν [σέβω] [[vererenswaardig]].
}}
{{elru
|elrutext='''σεπτός:''' [adj. verb. к [[σέβω]] благоговейно чтимый, священный (Νείλου [[ῥέος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σεπτός''': ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[σέβομαι]], [[σεβαστός]], σ. Νείλου [[ῥέος]] Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, -Ἐπίρρ. [[σεπτῶς]], Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».
|lstext='''σεπτός''': ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[σέβομαι]], [[σεβαστός]], σ. Νείλου [[ῥέος]] Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. [[σεπτῶς]], Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σεπτά]]· [[θαυμαστά]]. [[σεβάσμια]]».
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />digne d’être honoré, auguste.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[σέβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σεπτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]] (α. «το σεπτό [[λείψανο]] του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος [[ῥέος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σεπτά<br />θαυμαστά<br />σεβάσμια». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεπτώς</i> / <i>σεπτῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σεπτά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σεπτό, με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σεβ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[σεπτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]] (α. «το σεπτό [[λείψανο]] του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῖλος [[ῥέος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σεπτά]]<br />[[θαυμαστά]]<br />[[σεβάσμια]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σεπτώς]] / [[σεπτῶς]] ΝΜΑ, και [[σεπτά]] Ν<br />[[κατά]] τρόπο σεπτό, με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σεβ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σεπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[σέβομαι]], [[αξιοσέβαστος]], [[σεβαστός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σεπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[σέβομαι]], [[αξιοσέβαστος]], [[σεβαστός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=σεπτός -ή -όν [σέβω] vererenswaardig.
}}
{{elru
|elrutext='''σεπτός:''' [adj. verb. к [[σέβω]] благоговейно чтимый, священный (Νείλου [[ῥέος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σεπτός]], ή, όν verb. adj. of [[σέβομαι]]<br />[[august]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[σεπτός]], ή, όν verb. adj. of [[σέβομαι]]<br />[[august]], Aesch.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό σεβ + τός = [[σεπτός]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[σέβομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεπτός Medium diacritics: σεπτός Low diacritics: σεπτός Capitals: ΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: septós Transliteration B: septos Transliteration C: septos Beta Code: septo/s

English (LSJ)

σεπτή, σεπτόν, holy, august, venerable, ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος = Nile sends forth his hallowed and sweet stream A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. σεπτῶς = in sanctity, sacredly.

German (Pape)

[Seite 872] adj. verb. von σέβομαι, verehrt, zu verehren, übh. = σεμνός; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d'être honoré, auguste.
Étymologie: adj. verb. de σέβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεπτός -ή -όν [σέβω] vererenswaardig.

Russian (Dvoretsky)

σεπτός: [adj. verb. к σέβω благоговейно чтимый, священный (Νείλου ῥέος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

σεπτός: ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σέβομαι, σεβαστός, σ. Νείλου ῥέος Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. σεπτῶς, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».

Greek Monolingual

-ή, -ό / σεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῖλος ῥέος», Αισχύλ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σεπτά
θαυμαστά
σεβάσμια».
επίρρ...
σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν
κατά τρόπο σεπτό, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβ-τός < σέβομαι].

Greek Monotonic

σεπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σέβομαι, αξιοσέβαστος, σεβαστός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σεπτός, ή, όν verb. adj. of σέβομαι
august, Aesch.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σεβ + τός = σεπτός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σέβομαι.