ἀκροάζομαι: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akroazomai | |Transliteration C=akroazomai | ||
|Beta Code=a)kroa/zomai | |Beta Code=a)kroa/zomai | ||
|Definition= | |Definition== [[ἀκροάομαι]], Epich.109, [[falsa lectio|f.l.]] in Men.150. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[escuchar]] c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108<br /><b class="num">•</b>c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος. | |dgtxt=[[escuchar]] c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108<br /><b class="num">•</b>c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext== [[ἀκροάομαι]], Epich. bei Ath. IV.188c (Emperius [[vermutet]] ἀκοάζομαι = [[ἀκουάζομαι]]); [[Κωρυκαῖος]] ἠκροάζετο Zenob. 4.75, aus Men.; in <i>A.B</i>. steht ἠκροάσατο, was Meineke vorzieht. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκροάζομαι:''' Men. = [[ἀκροάομαι]]. | |elrutext='''ἀκροάζομαι:''' Men. = [[ἀκροάομαι]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀκροάζομαι''': [[ἀκροάομαι]], Ἐπίχ. 75. Ahr., Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 2· διωρθώθη νῦν εἰς ἠκροάσατο, ἀντὶ ἠκροάζετο. Ἴδε Μεϊνεκίου Ἀποσπ. Κωμ. τόμ. Β, σ. 898, μικρ. ἔκδ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἀκροάζομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γιατρούς) [[ακούω]] με το [[αφτί]] ή με τη [[βοήθεια]] στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην [[καρδιά]], στους πνεύμονες κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[ακούω]] με [[προσοχή]], αφουγκράζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />ἀκροῶμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρ. <i>ἀκροῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροάσιμος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 25 August 2023
English (LSJ)
= ἀκροάομαι, Epich.109, f.l. in Men.150.
Spanish (DGE)
escuchar c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108
•c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος.
German (Pape)
= ἀκροάομαι, Epich. bei Ath. IV.188c (Emperius vermutet ἀκοάζομαι = ἀκουάζομαι); Κωρυκαῖος ἠκροάζετο Zenob. 4.75, aus Men.; in A.B. steht ἠκροάσατο, was Meineke vorzieht.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροάζομαι: Men. = ἀκροάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροάζομαι: ἀκροάομαι, Ἐπίχ. 75. Ahr., Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 2· διωρθώθη νῦν εἰς ἠκροάσατο, ἀντὶ ἠκροάζετο. Ἴδε Μεϊνεκίου Ἀποσπ. Κωμ. τόμ. Β, σ. 898, μικρ. ἔκδ.
Greek Monolingual
(Α ἀκροάζομαι)
νεοελλ.
1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ.
2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι
αρχ.
ἀκροῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ρ. ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροάσιμος].