επανθώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ἐπανθῶ, -έω)<br />(για [[ιδιότητα]])<br />εμφανίζομαι στην [[επιφάνεια]] του σώματος ([[ιδίως]] του προσώπου) («σεμνή [[ομορφιά]] επανθεί στο [[πρόσωπο]] της κόρης»<br />«[[ἐμοί]]... ἐπάνθεεν ἁδύ τι [[κάλλος]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθώ]]<br /><b>2.</b> (για [[καθετί]] που εμφανίζεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] σαν [[άνθος]] ή [[χλόη]] ή [[χνούδι]]) εμφανίζομαι σε μια [[επιφάνεια]] («λευκὴν [[τρίχα]] ἐπανθοῦσαν περὶ τὰ πρόσωπα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> εκδηλώνομαι έντονα («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς | |mltxt=(Α ἐπανθῶ, -έω)<br />(για [[ιδιότητα]])<br />εμφανίζομαι στην [[επιφάνεια]] του σώματος ([[ιδίως]] του προσώπου) («σεμνή [[ομορφιά]] επανθεί στο [[πρόσωπο]] της κόρης»<br />«[[ἐμοί]]... ἐπάνθεεν ἁδύ τι [[κάλλος]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθώ]]<br /><b>2.</b> (για [[καθετί]] που εμφανίζεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] σαν [[άνθος]] ή [[χλόη]] ή [[χνούδι]]) εμφανίζομαι σε μια [[επιφάνεια]] («λευκὴν [[τρίχα]] ἐπανθοῦσαν περὶ τὰ πρόσωπα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> εκδηλώνομαι έντονα («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῖ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> στολίζομαι, λαμπρύνομαι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
(Α ἐπανθῶ, -έω)
(για ιδιότητα)
εμφανίζομαι στην επιφάνεια του σώματος (ιδίως του προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο της κόρης»
«ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.)
αρχ.
1. ανθώ
2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος ή χλόη ή χνούδι) εμφανίζομαι σε μια επιφάνεια («λευκὴν τρίχα ἐπανθοῦσαν περὶ τὰ πρόσωπα», Ξεν.)
3. απόλ. εκδηλώνομαι έντονα («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῖ», Αριστοφ.)
4. στολίζομαι, λαμπρύνομαι.