οιδώ: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=οἰδῶ, -έω, σπαν. και -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] οιδήματα, εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[είμαι]] πρησμένος<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αναπτύσσομαι<br /><b>3.</b> (για καρπό) διογκώνομαι, [[ωριμάζω]] («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (για προσ.) i) [[είμαι]] [[ταραγμένος]] ψυχικά, [[είμαι]] ερεθισμένος («οἰδῶν τε τὴν ψυχήν... διὰ τὸν ἔρωτα τῆς παιδός», Δίον. Αλ.)<br />ii) εκφράζομαι με στόμφο, με [[έπαρση]], [[υπερηφανεύομαι]], [[παραφουσκώνω]] («τέχνην οἰδοῦσαν ὑπὸ κομπασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (σχετικά μέ καταστάσεις, [[ιδίως]] πολιτικές) βρίσκομαι σε [[αναταραχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>οἰδῶ</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>oid</i>- ή <i>aid</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» και συνδέεται με αρμ. <i>aytnum</i> (με [[επίθημα]] -<i>nu</i>) «πρήζομαι» και <i>aytumn</i> «[[πρήξιμο]], [[φούσκωμα]]», αρχ. άνω γερμ. <i>eiz</i> (γερμ. διαλεκτικό <i>Eis</i>) «[[απόστημα]], [[πύον]]» και με [[επίθημα]] σε -<i>π</i> αρχ. άνω γερμ. <i>eittar</i>, αρχ. ισλδ. <i>eitr</i> «[[πύον]]» (<b>πρβλ.</b> <i>Οιδί</i>-[[πους]]). Στη Λατινική μαρτυρείται η [[γλώσσα]] <i>aemidus</i> «πρησμένος», σχηματισμένη πιθ. κατ' [[επίδραση]] του συνωνύμου <i>tamidus</i> και [[είναι]] ο [[μοναδικός]] τ. που προϋποθέτει [[θέμα]] σε <i>ai</i>- ( <i>aid</i>-<i>m</i><sup>e / o</sup>- ή <i>aid</i>-<i>sm</i><sup>e / o</sup>-). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του ρήματος με αρχ. σλαβ. <i>jad</i><i>ū</i> «[[δηλητήριο]]» και αρχ. ινδ. <i>indu</i> «[[αρθρίτιδα]]» θεωρείται πολύ αμφίβολη. Από τους ενεστωτικούς τ. [[οἰδέω]], [[οἰδάω]], [[οἰδίσκω]], [[οἰδαίνω]], [[οἰδάνω]] αρχαιότεροι [[είναι]] ο [[οἰδέω]] και πιθ. ο [[οἰδάνω]], ενώ οι [[οἰδίσκω]] (με [[επίθημα]] -[[ίσκω]], <b>πρβλ.</b> [[ἀναλίσκω]], [[εὑρίσκω]]), <i>οἰδ</i>-[[αίνω]] και [[οἰδάω]] [[είναι]] δευτερογενείς. Το ρ. <i>οἰδῶ</i> εντάσσεται στην [[κατηγορία]] τών παραγώγων σε -<i>έω</i>, που ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος (<b>πρβλ.</b> [[δέχομαι]]: <i>δοκῶ</i>) δεν μαρτυρείται όμως ο [[αντίστοιχος]] [[θεματικός]] του ενεστ.].
|mltxt=οἰδῶ, -έω, σπαν. και -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] οιδήματα, εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[είμαι]] πρησμένος<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αναπτύσσομαι<br /><b>3.</b> (για καρπό) διογκώνομαι, [[ωριμάζω]] («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (για προσ.) i) [[είμαι]] [[ταραγμένος]] ψυχικά, [[είμαι]] ερεθισμένος («οἰδῶν τε τὴν ψυχήν... διὰ τὸν ἔρωτα τῆς παιδός», Δίον. Αλ.)<br />ii) εκφράζομαι με στόμφο, με [[έπαρση]], [[υπερηφανεύομαι]], [[παραφουσκώνω]] («τέχνην οἰδοῦσαν ὑπὸ κομπασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (σχετικά μέ καταστάσεις, [[ιδίως]] πολιτικές) βρίσκομαι σε [[αναταραχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>οἰδῶ</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>oid</i>- ή <i>aid</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» και συνδέεται με αρμ. <i>aytnum</i> (με [[επίθημα]] -<i>nu</i>) «πρήζομαι» και <i>aytumn</i> «[[πρήξιμο]], [[φούσκωμα]]», αρχ. άνω γερμ. <i>eiz</i> (γερμ. διαλεκτικό <i>Eis</i>) «[[απόστημα]], [[πύον]]» και με [[επίθημα]] σε -<i>π</i> αρχ. άνω γερμ. <i>eittar</i>, αρχ. ισλδ. <i>eitr</i> «[[πύον]]» ([[πρβλ]]. [[Οιδίπους]]). Στη Λατινική μαρτυρείται η [[γλώσσα]] <i>aemidus</i> «πρησμένος», σχηματισμένη πιθ. κατ' [[επίδραση]] του συνωνύμου <i>tamidus</i> και [[είναι]] ο [[μοναδικός]] τ. που προϋποθέτει [[θέμα]] σε <i>ai</i>- ( <i>aid</i>-<i>m</i><sup>e / o</sup>- ή <i>aid</i>-<i>sm</i><sup>e / o</sup>-). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του ρήματος με αρχ. σλαβ. <i>jad</i><i>ū</i> «[[δηλητήριο]]» και αρχ. ινδ. <i>indu</i> «[[αρθρίτιδα]]» θεωρείται πολύ αμφίβολη. Από τους ενεστωτικούς τ. [[οἰδέω]], [[οἰδάω]], [[οἰδίσκω]], [[οἰδαίνω]], [[οἰδάνω]] αρχαιότεροι [[είναι]] ο [[οἰδέω]] και πιθ. ο [[οἰδάνω]], ενώ οι [[οἰδίσκω]] (με [[επίθημα]] -[[ίσκω]], <b>πρβλ.</b> [[ἀναλίσκω]], [[εὑρίσκω]]), <i>οἰδ</i>-[[αίνω]] και [[οἰδάω]] [[είναι]] δευτερογενείς. Το ρ. <i>οἰδῶ</i> εντάσσεται στην [[κατηγορία]] τών παραγώγων σε -<i>έω</i>, που ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος (<b>πρβλ.</b> [[δέχομαι]]: <i>δοκῶ</i>) δεν μαρτυρείται όμως ο [[αντίστοιχος]] [[θεματικός]] του ενεστ.].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

οἰδῶ, -έω, σπαν. και -άω (Α)
1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος
2. (για φυτό) αναπτύσσομαι
3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.)
4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι ταραγμένος ψυχικά, είμαι ερεθισμένος («οἰδῶν τε τὴν ψυχήν... διὰ τὸν ἔρωτα τῆς παιδός», Δίον. Αλ.)
ii) εκφράζομαι με στόμφο, με έπαρση, υπερηφανεύομαι, παραφουσκώνω («τέχνην οἰδοῦσαν ὑπὸ κομπασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν», Αριστοφ.)
β) (σχετικά μέ καταστάσεις, ιδίως πολιτικές) βρίσκομαι σε αναταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰδῶ ανάγεται σε ΙΕ ρίζα oid- ή aid- «φουσκώνω, πρήζομαι» και συνδέεται με αρμ. aytnum (με επίθημα -nu) «πρήζομαι» και aytumn «πρήξιμο, φούσκωμα», αρχ. άνω γερμ. eiz (γερμ. διαλεκτικό Eis) «απόστημα, πύον» και με επίθημα σε -π αρχ. άνω γερμ. eittar, αρχ. ισλδ. eitr «πύον» (πρβλ. Οιδίπους). Στη Λατινική μαρτυρείται η γλώσσα aemidus «πρησμένος», σχηματισμένη πιθ. κατ' επίδραση του συνωνύμου tamidus και είναι ο μοναδικός τ. που προϋποθέτει θέμα σε ai- ( aid-me / o- ή aid-sme / o-). Η σύνδεση, τέλος, του ρήματος με αρχ. σλαβ. jadū «δηλητήριο» και αρχ. ινδ. indu «αρθρίτιδα» θεωρείται πολύ αμφίβολη. Από τους ενεστωτικούς τ. οἰδέω, οἰδάω, οἰδίσκω, οἰδαίνω, οἰδάνω αρχαιότεροι είναι ο οἰδέω και πιθ. ο οἰδάνω, ενώ οι οἰδίσκω (με επίθημα -ίσκω, πρβλ. ἀναλίσκω, εὑρίσκω), οἰδ-αίνω και οἰδάω είναι δευτερογενείς. Το ρ. οἰδῶ εντάσσεται στην κατηγορία τών παραγώγων σε -έω, που ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος (πρβλ. δέχομαι: δοκῶ) δεν μαρτυρείται όμως ο αντίστοιχος θεματικός του ενεστ.].