συμπροπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(CSV import)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympropempo
|Transliteration C=sympropempo
|Beta Code=sumprope/mpw
|Beta Code=sumprope/mpw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[join in escorting]], τινα <span class="bibl">Hdt.9.1</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>404</span>,<span class="bibl">410</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.1</span>, etc.; σ. τινὰ ναυσίν <span class="bibl">Th.1.27</span>; <b class="b3">τὸ σῶμά τινος</b>, in funeral procession, <span class="bibl">D.H.8.59</span>.</span>
|Definition=[[join in escorting]], τινα [[Herodotus|Hdt.]]9.1, Ar.''Ra.''404,410, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.1, etc.; σ. τινὰ ναυσίν Th.1.27; <b class="b3">τὸ σῶμά τινος</b>, in funeral procession, D.H.8.59.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συμπροπέμπω''': [[προπέμπω]], [[συνοδεύω]], [[ὁμοῦ]], τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.
|btext=[[escorter ensemble]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω &#91;[[σύν]], [[προπέμπω]]] [[mede escorteren]], [[helpen uitgeleide te doen]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=escorter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]].
|elrutext='''συμπροπέμπω:''' [[совместно следовать]] (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπροπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συνοδεύω]], [[ξεπροβοδίζω]] από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[συμπροπέμπω]] τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.
|lsmtext='''συμπροπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συνοδεύω]], [[ξεπροβοδίζω]] από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[συμπροπέμπω]] τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπροπέμπω:''' совместно следовать (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).
|lstext='''συμπροπέμπω''': [[προπέμπω]], [[συνοδεύω]], [[ὁμοῦ]], τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω [σύν, προπέμπω] mede escorteren, helpen uitgeleide te doen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[join]] in [[escorting]], Hdt., Ar., etc.; ς. τινὰ ναυσίν Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[join]] in [[escorting]], Hdt., Ar., etc.; ς. τινὰ ναυσίν Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[una comitari]]'', to [[accompany together]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.27.2/ 1.27.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:38, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροπέμπω Medium diacritics: συμπροπέμπω Low diacritics: συμπροπέμπω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: sympropémpō Transliteration B: sympropempō Transliteration C: sympropempo Beta Code: sumprope/mpw

English (LSJ)

join in escorting, τινα Hdt.9.1, Ar.Ra.404,410, X.Cyr.1.6.1, etc.; σ. τινὰ ναυσίν Th.1.27; τὸ σῶμά τινος, in funeral procession, D.H.8.59.

German (Pape)

[Seite 990] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.

French (Bailly abrégé)

escorter ensemble.
Étymologie: σύν, προπέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω [σύν, προπέμπω] mede escorteren, helpen uitgeleide te doen.

Russian (Dvoretsky)

συμπροπέμπω: совместно следовать (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).

Greek Monolingual

Α προπέμπω
1. προπέμπω κι εγώ, κατευοδώνω κάποιον μαζί με τους άλλους
2. μετέχω σε νεκρική πομπή
3. συνοδεύω κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», Θουκ.)
4. στέλνω μαζί εκ τών προτέρων («τοῦ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος τὸν υἱὸν συναποστέλλει καὶ συμπροπέμπει τὸ ἅγιον πνεῦμα... ἐν καιρῷ ὑπισχνούμενον καταβῆναι πρὸς τὸν υἱόν», Ωριγ.).

Greek Monotonic

συμπροπέμπω: μέλ. -ψω, συνοδεύω, ξεπροβοδίζω από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· συμπροπέμπω τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροπέμπω: προπέμπω, συνοδεύω, ὁμοῦ, τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.

Middle Liddell

fut. ψω
to join in escorting, Hdt., Ar., etc.; ς. τινὰ ναυσίν Thuc.

Lexicon Thucydideum

una comitari, to accompany together, 1.27.2.