προσοικέω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosoikeo
|Transliteration C=prosoikeo
|Beta Code=prosoike/w
|Beta Code=prosoike/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dwell by]] or [[near]], <b class="b3">οἱ προσοικοῦντες</b> [[neighbouring tribes]], <span class="bibl">Isoc.6.46</span>; πόλεσι βάρβαροι -οικοῦντες <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>1.8</span>; <b class="b3">ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ</b>, of towns, [[lie by]] or [[near]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>22d</span>:— also Pass., τῇ πόλει -ῳκημένοι <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.4.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> <b class="b3">π. πρὸς τῷ τοίχῳ</b> [[has his house abutting on]] the wall, <span class="title">OGI</span> 483.105 (Pergam.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc., [[dwell in]] or [[near]], ([[Ἐπίδαμνον]]) <span class="bibl">Th. 1.24</span>; λίμνας καὶ ἕλη <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1256a37</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., of a place, to [[be inhabited]], Plu.2.938d.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[dwell by]] or [[dwell near]], <b class="b3">οἱ προσοικοῦντες</b> [[neighbouring tribes]], Isoc.6.46; πόλεσι βάρβαροι προσοικοῦντες X.''Vect.''1.8; <b class="b3">ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ</b>, of towns, [[lie by]] or [[lie near]], Pl.''Ti.''22d:—also Pass., τῇ πόλει προσῳκημένοι J.''BJ''4.4.3.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">π. πρὸς τῷ τοίχῳ</b> has his [[house]] [[abut]]ting on the [[wall]], ''OGI'' 483.105 (Pergam.).<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[dwell in]] or [[dwell near]], ([[Ἐπίδαμνος|Ἐπίδαμνον]]) Th. 1.24; λίμνας καὶ ἕλη [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1256a37.<br><span class="bld">II</span> Pass., of a place, [[προσοικοῦμαι]] to [[be inhabited]], Plu.2.938d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνεργὸν καὶ προσοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνεργὸν καὶ προσοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προσοικέω''': κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ [[πόλεων]], [[κεῖμαι]] πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D.
|btext=[[προσοικῶ]] :<br />habiter auprès de, dat. <i>ou</i> acc. ; <i>Pass.</i> [[être habité]], [[peuplé]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἰκέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσοικέω [πρόσοικος] wonen bij, met dat. of acc.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br />habiter auprès de, dat. <i>ou</i> acc. ; <i>Pass.</i> être habité, peuplé.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἰκέω]].
|elrutext='''προσοικέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[жить рядом]], [[обитать по соседству]] (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[находиться рядом]], [[быть расположенным по соседству]] (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[населять]] (γῆ προσοικουμένη Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κατοικώ]] [[πλησίον]] ή κοντά, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οἱ προσοικοῦντες</i>, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατοικώ]] [[εντός]] ή κοντά, <i>Ἐπίδαμνον</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κατοικώ]] [[πλησίον]] ή κοντά, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οἱ προσοικοῦντες</i>, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατοικώ]] [[εντός]] ή κοντά, <i>Ἐπίδαμνον</i>, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσοικέω:'''<br /><b class="num">1)</b> жить рядом, обитать по соседству (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> находиться рядом, быть расположенным по соседству (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[населять]] (γῆ προσοικουμένη Plut.).
|lstext='''προσοικέω''': κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ [[πόλεων]], [[κεῖμαι]] πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D.
}}
{{elnl
|elnltext=προσοικέω [πρόσοικος] wonen bij, met dat. of acc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[dwell]] by or near, τινί Xen.: absol., οἱ προσοικοῦντες [[neighbouring]] tribes, Isocr.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[dwell]] in or near, Ἐπίδαμνον Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[dwell]] by or near, τινί Xen.: absol., οἱ προσοικοῦντες [[neighbouring]] tribes, Isocr.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[dwell]] in or near, Ἐπίδαμνον Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[accolere]]'', to [[dwell near]], [[inhabit]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.24.1/ 1.24.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.103.4/ 4.103.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.51.2/ 5.51.2].
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοικέω Medium diacritics: προσοικέω Low diacritics: προσοικέω Capitals: ΠΡΟΣΟΙΚΕΩ
Transliteration A: prosoikéō Transliteration B: prosoikeō Transliteration C: prosoikeo Beta Code: prosoike/w

English (LSJ)

A dwell by or dwell near, οἱ προσοικοῦντες neighbouring tribes, Isoc.6.46; πόλεσι βάρβαροι προσοικοῦντες X.Vect.1.8; ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ, of towns, lie by or lie near, Pl.Ti.22d:—also Pass., τῇ πόλει προσῳκημένοι J.BJ4.4.3.
b π. πρὸς τῷ τοίχῳ has his house abutting on the wall, OGI 483.105 (Pergam.).
2 c. acc., dwell in or dwell near, (Ἐπίδαμνον) Th. 1.24; λίμνας καὶ ἕλη Arist.Pol.1256a37.
II Pass., of a place, προσοικοῦμαι to be inhabited, Plu.2.938d.

German (Pape)

[Seite 774] 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνεργὸν καὶ προσοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25.

French (Bailly abrégé)

προσοικῶ :
habiter auprès de, dat. ou acc. ; Pass. être habité, peuplé.
Étymologie: πρός, οἰκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσοικέω [πρόσοικος] wonen bij, met dat. of acc.

Russian (Dvoretsky)

προσοικέω:
1 жить рядом, обитать по соседству (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);
2 находиться рядом, быть расположенным по соседству (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);
3 населять (γῆ προσοικουμένη Plut.).

Greek Monotonic

προσοικέω: μέλ. -ήσω,
1. κατοικώ πλησίον ή κοντά, τινί, σε Ξεν.· απόλ., οἱ προσοικοῦντες, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.
2. με αιτ., κατοικώ εντός ή κοντά, Ἐπίδαμνον, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προσοικέω: κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ πόλεων, κεῖμαι πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to dwell by or near, τινί Xen.: absol., οἱ προσοικοῦντες neighbouring tribes, Isocr.
2. c. acc. to dwell in or near, Ἐπίδαμνον Thuc.

Lexicon Thucydideum

accolere, to dwell near, inhabit, 1.24.1, 4.103.4, 5.51.2.