χωριστός: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choristos | |Transliteration C=choristos | ||
|Beta Code=xwristo/s | |Beta Code=xwristo/s | ||
|Definition= | |Definition=χωριστή, χωριστόν,<br><span class="bld">A</span> [[separable]], physically or logically, λόγῳ ἢ τόπῳ Arist.''de An.''413b14; [[μεγέθει]] ib.432a20; τῇ νοήσει Id.''Ph.''193b34; κατὰ τὸν λόγον χ. Id.''Metaph.''1025b28; of the Platonic ideas, ib.1086b9, cf. ''EN''1096b33; <b class="b3">χ. κτῆμα</b> [[alienable]] property, of slaves, Id.''Pol.''1254a17.<br><span class="bld">II</span> [[existing separately]], [[abstract]], οὐθὲν.. χωριστόν ἐστι παρὰ τὴν οὐσίαν Id.''Ph.''185a31, cf. ''Metaph.''1028a34, 1029a28; <b class="b3">χ. ποσόν</b> [[abstract]] quantity, Plot.6.3.11; χ. δημιουργία Jul.''Or.''4.144b, cf. 7.217d. Adv. [[χωριστῶς]] Iamb.''Myst.''1.9, al., Id. ap. Stob.1.5.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] adj. verb. von [[χωρίζω]], abgesondert, geschieden, zu sondern, trennbar, Arist. pol. 1, 4 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] adj. verb. von [[χωρίζω]], abgesondert, geschieden, zu sondern, trennbar, Arist. pol. 1, 4 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />séparé ; <i>fig.</i> abstrait.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χωριστός:''' [adj. verb. к [[χωρίζω]] II]<br /><b class="num">1</b> [[отделимый]] (μόρια Arst.): χ. ἢ μεγέθει ἢ λόγῳ Arst. отделимый пространственно или мысленно;<br /><b class="num">2</b> [[отдельный]], [[обособленный]], [[самостоятельно существующий]] (ἰδέαι χωρισταί Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[отчуждаемый]] ([[κτῆμα]] Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[отвлеченный]] (μαθήματα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωριστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. Ι. ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, κεχωρισμένος, ἢ δυνάμενος νὰ χωρισθῇ, τόπῳ, μεγέθει, ἀριθμῷ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 8., 3. 9, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν ἰδεῶν, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 9, 21, πρβλ. 6. 16, 5, Ἠθ. Νικομ. 1. 6, 13· χ. [[κτῆμα]], ὃ δύναταί τις νἀπαλλοτριώσῃ, ἐπὶ δούλων, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 4, 6. ΙΙ. κεχωρισμένον ἢ δυνάμενον νὰ χωρισθῇ νοητῶς, χ. τῇ νοήσει, τῷ λόγῳ, κατὰ τὸν λόγον Φυσικ. 2. 2, 2, κ. ἀλλ.· ὑπάρχων χωριστά, ἀφῃρημένως, οὐθὲν ... χωριστόν ἐστι παρὰ τὴν οὐσίαν [[αὐτόθι]] 1. 2, 6, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5., 6. 3, 7, κτλ.· ἀφηρημένος, [[αὐτόθι]] 5, 1, 8· - Ἐπίρρ. -τῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 186. | |lstext='''χωριστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. Ι. ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, κεχωρισμένος, ἢ δυνάμενος νὰ χωρισθῇ, τόπῳ, μεγέθει, ἀριθμῷ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 8., 3. 9, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν ἰδεῶν, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 9, 21, πρβλ. 6. 16, 5, Ἠθ. Νικομ. 1. 6, 13· χ. [[κτῆμα]], ὃ δύναταί τις νἀπαλλοτριώσῃ, ἐπὶ δούλων, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 4, 6. ΙΙ. κεχωρισμένον ἢ δυνάμενον νὰ χωρισθῇ νοητῶς, χ. τῇ νοήσει, τῷ λόγῳ, κατὰ τὸν λόγον Φυσικ. 2. 2, 2, κ. ἀλλ.· ὑπάρχων χωριστά, ἀφῃρημένως, οὐθὲν ... χωριστόν ἐστι παρὰ τὴν οὐσίαν [[αὐτόθι]] 1. 2, 6, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5., 6. 3, 7, κτλ.· ἀφηρημένος, [[αὐτόθι]] 5, 1, 8· - Ἐπίρρ. -τῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 186. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χωριστός:''' -ή, -όν ([[χωρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., με τοπική [[σημασία]], χωρισμένος, [[χωριστός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευδιάκριτος]], στον ίδ. | |lsmtext='''χωριστός:''' -ή, -όν ([[χωρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., με τοπική [[σημασία]], χωρισμένος, [[χωριστός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευδιάκριτος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[χωριστός]], ή, όν verb. adj. from [[χωρίζω]]<br /><b class="num">I.</b> in [[local]] [[sense]], separated, [[separable]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> [[separate]] or [[separable]] in [[thought]], Arist. | |mdlsjtxt=[[χωριστός]], ή, όν verb. adj. from [[χωρίζω]]<br /><b class="num">I.</b> in [[local]] [[sense]], separated, [[separable]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> [[separate]] or [[separable]] in [[thought]], Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
χωριστή, χωριστόν,
A separable, physically or logically, λόγῳ ἢ τόπῳ Arist.de An.413b14; μεγέθει ib.432a20; τῇ νοήσει Id.Ph.193b34; κατὰ τὸν λόγον χ. Id.Metaph.1025b28; of the Platonic ideas, ib.1086b9, cf. EN1096b33; χ. κτῆμα alienable property, of slaves, Id.Pol.1254a17.
II existing separately, abstract, οὐθὲν.. χωριστόν ἐστι παρὰ τὴν οὐσίαν Id.Ph.185a31, cf. Metaph.1028a34, 1029a28; χ. ποσόν abstract quantity, Plot.6.3.11; χ. δημιουργία Jul.Or.4.144b, cf. 7.217d. Adv. χωριστῶς Iamb.Myst.1.9, al., Id. ap. Stob.1.5.18.
German (Pape)
[Seite 1388] adj. verb. von χωρίζω, abgesondert, geschieden, zu sondern, trennbar, Arist. pol. 1, 4 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
séparé ; fig. abstrait.
Étymologie: χωρίζω.
Russian (Dvoretsky)
χωριστός: [adj. verb. к χωρίζω II]
1 отделимый (μόρια Arst.): χ. ἢ μεγέθει ἢ λόγῳ Arst. отделимый пространственно или мысленно;
2 отдельный, обособленный, самостоятельно существующий (ἰδέαι χωρισταί Arst.);
3 отчуждаемый (κτῆμα Arst.);
4 отвлеченный (μαθήματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
χωριστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. Ι. ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, κεχωρισμένος, ἢ δυνάμενος νὰ χωρισθῇ, τόπῳ, μεγέθει, ἀριθμῷ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 8., 3. 9, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν ἰδεῶν, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 9, 21, πρβλ. 6. 16, 5, Ἠθ. Νικομ. 1. 6, 13· χ. κτῆμα, ὃ δύναταί τις νἀπαλλοτριώσῃ, ἐπὶ δούλων, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 4, 6. ΙΙ. κεχωρισμένον ἢ δυνάμενον νὰ χωρισθῇ νοητῶς, χ. τῇ νοήσει, τῷ λόγῳ, κατὰ τὸν λόγον Φυσικ. 2. 2, 2, κ. ἀλλ.· ὑπάρχων χωριστά, ἀφῃρημένως, οὐθὲν ... χωριστόν ἐστι παρὰ τὴν οὐσίαν αὐτόθι 1. 2, 6, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5., 6. 3, 7, κτλ.· ἀφηρημένος, αὐτόθι 5, 1, 8· - Ἐπίρρ. -τῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 186.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χωριστός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωρίζω
χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «χωριστός φθόγγος»
μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση
νεοελλ.-μσν.
ξεχωριστός, εκλεκτός («μέσα στον κόσμο χωριστή, μέσα σε τόσες μία», Παλαμ.
β. «ἐκράτησεν τοὺς δώδεκα τοὺς χωριστοὺς ἐκείνους», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.
1. (φιλοσ.) α) (για τις πλατωνικές ιδέες) αυτός που έχει ιδιαίτερη υπόσταση, αυθύπαρκτος («χωριστὰς τῆς ὕλης ἰδέας», Πλούτ.)
β) (για έννοια) αφηρημένος
2. φρ. «χωριστὸν κτῆμα» — δούλος τον οποίο μπορεί κανείς να απαλλοτριώσει (Αριστοτ.).
επίρρ...
χωριστά / χωριστῶς, ΝΑ
χώρια
νεοελλ.
εκτός.
Greek Monotonic
χωριστός: -ή, -όν (χωρίζω)·
I. ρημ. επίθ., με τοπική σημασία, χωρισμένος, χωριστός, σε Αριστ.
II. ευδιάκριτος, στον ίδ.
Middle Liddell
χωριστός, ή, όν verb. adj. from χωρίζω
I. in local sense, separated, separable, Arist.
II. separate or separable in thought, Arist.