κτητός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ktitos
|Transliteration C=ktitos
|Beta Code=kthto/s
|Beta Code=kthto/s
|Definition=ή, όν, (κτάομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that may be gotten]] or [[acquired]], ληϊστοὶ μὲν… βόες... κτητοὶ δὲ τρίποδες <span class="bibl">Il.9.407</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1295</span> (anap.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>324a</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[worth getting]], [[desirable]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>197d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Hp.Mi.</span>374e</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[acquired]], [[gained]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>841e</span>; [[κτητή]] [[female slave]], opp. [[γαμετή]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>406</span>; κ. μέρος οἰκίας <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.1164</span> ([[f]]).''ΙΙ'' (iii A.D.).</span>
|Definition=κτητή, κτητόν, ([[κτάομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[that may be gotten]] or [[acquired]], ληϊστοὶ μὲν… βόες... κτητοὶ δὲ τρίποδες Il.9.407, cf. E.''Hipp.''1295 (anap.), [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 324a, al.<br><span class="bld">2</span> [[worth getting]], [[desirable]], Id.''Smp.''197d, ''Hp.Mi.''374e.<br><span class="bld">II</span> [[acquired]], [[gained]], Id.''Lg.''841e; [[κτητή]] [[female slave]], opp. [[γαμετή]], Hes.''Op.''406; κ. μέρος οἰκίας ''PLond.''3.1164 ([[f]]).''ΙΙ'' (iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1519.png Seite 1519]] adj. verb. zu [[κτάομαι]], [[erworben]], zu Eigenthum gemacht; γυνὴ κτητή, [[erkauft]], im Ggstz zur rechtmäßigen Hausfrau, Hes. O. 408; – Iliad. 9, 407 κτητοὶ τρίποδες, lassen sich erwerben, <b class="b2">können erworben werden</b>; Eur. Hipp. 1295, zu erwerben, anzueignen, wie Plat. Prot. 324 a; τοὺς ὠνητούς τε καὶ τρόπῳ τούτῳ κτητούς Polit. 289 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1519.png Seite 1519]] adj. verb. zu [[κτάομαι]], [[erworben]], zu Eigenthum gemacht; γυνὴ κτητή, [[erkauft]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> zur rechtmäßigen Hausfrau, Hes. O. 408; – Iliad. 9, 407 κτητοὶ τρίποδες, lassen sich erwerben, <b class="b2">können erworben werden</b>; Eur. Hipp. 1295, zu erwerben, anzueignen, wie Plat. Prot. 324 a; τοὺς ὠνητούς τε καὶ τρόπῳ τούτῳ κτητούς Polit. 289 d.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κτητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[κτάομαι]], ὅν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀποκτήσῃ, ληιστοὶ μέν... βόες..., κτητοὶ δὲ τρίποδες Ἰλ. Ι. 407, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1295, Πλάτ. Πρωτ. 324Α, κ. ἀλλ. 2) [[ἄξιος]] ἀποκτήσεως, ἐπιθυμητός, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D, ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Ε. ΙΙ. ἀποκτηθείς, κατεχόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 841Ε· κτητή, γυνὴ [[δούλη]], ἀντίθετ. τῷ [[γαμετή]], Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 404.
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu'on peut acquérir <i>ou</i> acheter;<br /><b>2</b> [[digne d'être acquis]] <i>ou</i> [[acheté]], [[désirable]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κτάομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κτητός -ή -όν [κτάομαι] te verkrijgen, te verwerven:; οὔ σοι κτητὸν βιότου μέρος ἐστίν voor u is geen aandeel in een leven (tussen goede mensen) weggelegd Eur. Hipp. 1295; τὰ κτητὰ καὶ πρακτὰ τῶν ἀγαθῶν wat van de goede dingen te verwerven en uit te voeren is Aristot. EN 1097a1; pregn. de moeite van het verwerven waard:. κτητὸς εὐμοίροις (Eros) is een waardevol bezit voor wie met hem gezegend zijn Plat. Smp. 197d. verworven, verkregen:. γυναῖκα... κτητήν, οὐ γαμετήν een vrouw die je gekocht hebt, en niet getrouwd Hes. Op. 406.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut acquérir <i>ou</i> acheter;<br /><b>2</b> digne d’être acquis <i>ou</i> acheté, désirable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κτάομαι]].
|elrutext='''κτητός:'''<br /><b class="num">1</b> [[могущий быть добытым]], [[покупной]], [[наживной]] ([[βόες]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[купленый]] ([[γυνή]] Hes.);<br /><b class="num">3</b> [[могущий быть приобретенным]], [[приобретаемый]] (ἡ πολιτικὴ [[ἀρετή]] Plat.);<br /><b class="num">4</b> [[составляющий предмет желаний]], [[желанный]] ([[Ἔρως]] Plat.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτητός]], -ή, -όν (Α) [[κτώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] κτήσεως, [[επιθυμητός]], αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει [[κάποιος]] («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς εὐμοίροις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει αποκτηθεί από κάποιον, που έχει αγοραστεί, που ανήκει στην [[κατοχή]] κάποιου («γυναῑκά τε... κτητήν, οὐ γαμετήν», <b>Ησίοδ.</b>).
|mltxt=[[κτητός]], -ή, -όν (Α) [[κτώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] κτήσεως, [[επιθυμητός]], αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει [[κάποιος]] («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς εὐμοίροις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει αποκτηθεί από κάποιον, που έχει αγοραστεί, που ανήκει στην [[κατοχή]] κάποιου («γυναῖκά τε... κτητήν, οὐ γαμετήν», <b>Ησίοδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτητός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> ρημ. επίθ. του [[κτάομαι]], αυτό που μπορεί να αποκτηθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αξίζει να αποκτηθεί, [[ποθητός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αποκτημένος, <i>κτητὴ</i>, [[γυναίκα]]-[[δούλος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''κτητός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> ρημ. επίθ. του [[κτάομαι]], αυτό που μπορεί να αποκτηθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αξίζει να αποκτηθεί, [[ποθητός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αποκτημένος, <i>κτητὴ</i>, [[γυναίκα]]-[[δούλος]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κτητός:'''<br /><b class="num">1)</b> могущий быть добытым, покупной, наживной ([[βόες]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[купленый]] ([[γυνή]] Hes.);<br /><b class="num">3)</b> [[могущий быть приобретенным]], [[приобретаемый]] (ἡ πολιτικὴ [[ἀρετή]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[составляющий предмет желаний]], [[желанный]] ([[Ἔρως]] Plat.).
|lstext='''κτητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[κτάομαι]], ὅν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀποκτήσῃ, ληιστοὶ μέν... βόες..., κτητοὶ δὲ τρίποδες Ἰλ. Ι. 407, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1295, Πλάτ. Πρωτ. 324Α, κ. ἀλλ. 2) [[ἄξιος]] ἀποκτήσεως, ἐπιθυμητός, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D, ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Ε. ΙΙ. ἀποκτηθείς, κατεχόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 841Ε· κτητή, γυνὴ [[δούλη]], ἀντίθετ. τῷ [[γαμετή]], Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 404.
}}
{{elnl
|elnltext=κτητός -ή -όν [κτάομαι] te verkrijgen, te verwerven:; οὔ σοι κτητὸν βιότου μέρος ἐστίν voor u is geen aandeel in een leven (tussen goede mensen) weggelegd Eur. Hipp. 1295; τὰ κτητὰ καὶ πρακτὰ τῶν ἀγαθῶν wat van de goede dingen te verwerven en uit te voeren is Aristot. EN 1097a1; pregn. de moeite van het verwerven waard:. κτητὸς εὐμοίροις (Eros) is een waardevol bezit voor wie met hem gezegend zijn Plat. Smp. 197d. verworven, verkregen:. γυναῖκα... κτητήν, οὐ γαμετήν een vrouw die je gekocht hebt, en niet getrouwd Hes. Op. 406.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κτητός]], ή, όν verb. adj. of [[κτάομαι]],]<br /><b class="num">I.</b> that may be gotten, Il., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[worth]] getting, [[desirable]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[acquired]]: κτητή a [[female]] [[slave]], Hes.
|mdlsjtxt=[[κτητός]], ή, όν verb. adj. of [[κτάομαι]],]<br /><b class="num">I.</b> that may be gotten, Il., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[worth]] getting, [[desirable]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[acquired]]: κτητή a [[female]] [[slave]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτητός Medium diacritics: κτητός Low diacritics: κτητός Capitals: ΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: ktētós Transliteration B: ktētos Transliteration C: ktitos Beta Code: kthto/s

English (LSJ)

κτητή, κτητόν, (κτάομαι)
A that may be gotten or acquired, ληϊστοὶ μὲν… βόες... κτητοὶ δὲ τρίποδες Il.9.407, cf. E.Hipp.1295 (anap.), Pl.Prt. 324a, al.
2 worth getting, desirable, Id.Smp.197d, Hp.Mi.374e.
II acquired, gained, Id.Lg.841e; κτητή female slave, opp. γαμετή, Hes.Op.406; κ. μέρος οἰκίας PLond.3.1164 (f).ΙΙ (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1519] adj. verb. zu κτάομαι, erworben, zu Eigenthum gemacht; γυνὴ κτητή, erkauft, im Gegensatz zur rechtmäßigen Hausfrau, Hes. O. 408; – Iliad. 9, 407 κτητοὶ τρίποδες, lassen sich erwerben, können erworben werden; Eur. Hipp. 1295, zu erwerben, anzueignen, wie Plat. Prot. 324 a; τοὺς ὠνητούς τε καὶ τρόπῳ τούτῳ κτητούς Polit. 289 d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu'on peut acquérir ou acheter;
2 digne d'être acquis ou acheté, désirable.
Étymologie: adj. verb. de κτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτητός -ή -όν [κτάομαι] te verkrijgen, te verwerven:; οὔ σοι κτητὸν βιότου μέρος ἐστίν voor u is geen aandeel in een leven (tussen goede mensen) weggelegd Eur. Hipp. 1295; τὰ κτητὰ καὶ πρακτὰ τῶν ἀγαθῶν wat van de goede dingen te verwerven en uit te voeren is Aristot. EN 1097a1; pregn. de moeite van het verwerven waard:. κτητὸς εὐμοίροις (Eros) is een waardevol bezit voor wie met hem gezegend zijn Plat. Smp. 197d. verworven, verkregen:. γυναῖκα... κτητήν, οὐ γαμετήν een vrouw die je gekocht hebt, en niet getrouwd Hes. Op. 406.

Russian (Dvoretsky)

κτητός:
1 могущий быть добытым, покупной, наживной (βόες Hom.);
2 купленый (γυνή Hes.);
3 могущий быть приобретенным, приобретаемый (ἡ πολιτικὴ ἀρετή Plat.);
4 составляющий предмет желаний, желанный (Ἔρως Plat.).

English (Autenrieth)

that may be acquired, I 407†.

Greek Monolingual

κτητός, -ή, -όν (Α) κτώμαι
1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», Πλάτ.)
2. άξιος κτήσεως, επιθυμητός, αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει κάποιος («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς εὐμοίροις», Πλάτ.)
3. αυτός που έχει αποκτηθεί από κάποιον, που έχει αγοραστεί, που ανήκει στην κατοχή κάποιου («γυναῖκά τε... κτητήν, οὐ γαμετήν», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

κτητός: -ή, -όν,
I. 1. ρημ. επίθ. του κτάομαι, αυτό που μπορεί να αποκτηθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. αυτός που αξίζει να αποκτηθεί, ποθητός, σε Πλάτ.
II. αποκτημένος, κτητὴ, γυναίκα-δούλος, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

κτητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κτάομαι, ὅν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀποκτήσῃ, ληιστοὶ μέν... βόες..., κτητοὶ δὲ τρίποδες Ἰλ. Ι. 407, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1295, Πλάτ. Πρωτ. 324Α, κ. ἀλλ. 2) ἄξιος ἀποκτήσεως, ἐπιθυμητός, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D, ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Ε. ΙΙ. ἀποκτηθείς, κατεχόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 841Ε· κτητή, γυνὴ δούλη, ἀντίθετ. τῷ γαμετή, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 404.

Middle Liddell

κτητός, ή, όν verb. adj. of κτάομαι,]
I. that may be gotten, Il., Eur.
2. worth getting, desirable, Plat.
II. acquired: κτητή a female slave, Hes.