ὄχησις: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochisis | |Transliteration C=ochisis | ||
|Beta Code=o)/xhsis | |Beta Code=o)/xhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[a being carried]], Pl.''Ti.''89a (pl.), Arist.''Ph.''243a17; <b class="b3">ἵππων ὀχήσεις</b> [[riding]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 452c, cf. Phld.''Rh.''2.197 S.; <b class="b3">τὴν ὄχησιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιεῖσθαι</b>, = [[ὀχεῖσθαι]], Str.1.3.12; <b class="b3">ἡ ὄ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος</b>, of lame people, [[the weight is thrown]] on the good leg, in walking, Hp. ''Art.''52. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se faire voiturer <i>ou</i> transporter.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄχησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[перевозка]], [[перетаскивание]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[езда]]: ἵππων ὀχήσεις Plat. езда на лошадях. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄχησις''': ἡ, ([[ὀχέω]]) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς [[σκέλος]] κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819. | |lstext='''ὄχησις''': ἡ, ([[ὀχέω]]) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς [[σκέλος]] κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄχησις:''' ἡ ([[ὀχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφορά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> (από Παθ.) το να μεταφέρεται [[κάποιος]]· <i>ἵππων ὀχήσεις</i>, [[ιππασία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὄχησις:''' ἡ ([[ὀχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφορά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> (από Παθ.) το να μεταφέρεται [[κάποιος]]· <i>ἵππων ὀχήσεις</i>, [[ιππασία]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὄχησις]], εως, [[ὀχέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[bearing]], [[carrying]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> (from Pass.) a [[being]] carried, ἵππων ὀχήσεις [[riding]], Plat. | |mdlsjtxt=[[ὄχησις]], εως, [[ὀχέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[bearing]], [[carrying]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> (from Pass.) a [[being]] carried, ἵππων ὀχήσεις [[riding]], Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, a being carried, Pl.Ti.89a (pl.), Arist.Ph.243a17; ἵππων ὀχήσεις riding, Pl.R. 452c, cf. Phld.Rh.2.197 S.; τὴν ὄχησιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Str.1.3.12; ἡ ὄ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, of lame people, the weight is thrown on the good leg, in walking, Hp. Art.52.
German (Pape)
[Seite 430] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se faire voiturer ou transporter.
Étymologie: ὀχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὄχησις: εως ἡ
1 перевозка, перетаскивание Plat.;
2 езда: ἵππων ὀχήσεις Plat. езда на лошадях.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχησις: ἡ, (ὀχέω) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς σκέλος κατὰ τὸ βάδισμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.
Greek Monotonic
ὄχησις: ἡ (ὀχέω),
I. μεταφορά, σε Πλάτ.
II. (από Παθ.) το να μεταφέρεται κάποιος· ἵππων ὀχήσεις, ιππασία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὄχησις, εως, ὀχέω
I. a bearing, carrying, Plat.
II. (from Pass.) a being carried, ἵππων ὀχήσεις riding, Plat.