εὐδιάλυτος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evdialytos | |Transliteration C=evdialytos | ||
|Beta Code=eu)dia/lutos | |Beta Code=eu)dia/lutos | ||
|Definition= | |Definition=εὐδιάλυτον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to undo]] or [[open]], of traps, Str.6.2.6.<br><span class="bld">2</span> [[easy to dissolve]] or [[break up]], ''Glossaria'' on [[ὑποψάθυρος]], Gal.16.762: metaph., φιλίαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1156a19, cf. Ph.1.379; Ἑλλάς Plu.''Phil.''8.<br><span class="bld">3</span> [[easy to solve]] or [[refute]], D.H. ''Rh.''9.5, Hermog.''Meth.''22.<br><span class="bld">4</span> [[easy to dissolve]], and so to [[digest]], Hices. ap. Ath.3.87e.<br><span class="bld">II</span> [[easy to reconcile]], Plb.29.11.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] leicht aufzulösen, zu trennen; [[φιλία]] Arist. eth. 8, 3; γαλεάγραι Strab. VI, 273; Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐδ. Plut. Philp. 8; leicht zu versöhnen, Pol. 29, 5, 5; – leicht zu verdauen, von Speisen, Ath. III, 87 e; – leicht zu widerlegen, Rhett. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] leicht aufzulösen, zu trennen; [[φιλία]] Arist. eth. 8, 3; γαλεάγραι Strab. VI, 273; Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐδ. Plut. Philp. 8; leicht zu versöhnen, Pol. 29, 5, 5; – leicht zu verdauen, von Speisen, Ath. III, 87 e; – leicht zu widerlegen, Rhett. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[facile à ruiner]], [[à détruire]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐδιάλῠτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[без труда расчленяемый]], [[легко распадающийся]] (Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[легко расторгаемый]] (φιλίαι Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[легко поддающийся уговорам]], [[сговорчивый]] Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδιάλῠτος''': -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, [[φιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 3· Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5. | |lstext='''εὐδιάλῠτος''': -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, [[φιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 3· Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλυτος]], -ον)<br />αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός του οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή [[ποσότητα]] κάποιου διαλυτικού υγρού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευδιάλυτο</i><br />η [[ευδιαλυτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παγίδα]]) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν [[τότε]] εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>4.</b> αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ευδιαλύομαι]]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλυτος]], -ον)<br />αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός του οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή [[ποσότητα]] κάποιου διαλυτικού υγρού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευδιάλυτο</i><br />η [[ευδιαλυτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παγίδα]]) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν [[τότε]] εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>4.</b> αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ευδιαλύομαι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐδιάλυτον,
A easy to undo or open, of traps, Str.6.2.6.
2 easy to dissolve or break up, Glossaria on ὑποψάθυρος, Gal.16.762: metaph., φιλίαι Arist.EN1156a19, cf. Ph.1.379; Ἑλλάς Plu.Phil.8.
3 easy to solve or refute, D.H. Rh.9.5, Hermog.Meth.22.
4 easy to dissolve, and so to digest, Hices. ap. Ath.3.87e.
II easy to reconcile, Plb.29.11.5.
German (Pape)
[Seite 1061] leicht aufzulösen, zu trennen; φιλία Arist. eth. 8, 3; γαλεάγραι Strab. VI, 273; Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐδ. Plut. Philp. 8; leicht zu versöhnen, Pol. 29, 5, 5; – leicht zu verdauen, von Speisen, Ath. III, 87 e; – leicht zu widerlegen, Rhett.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à ruiner, à détruire.
Étymologie: εὖ, διαλύω.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάλῠτος:
1 без труда расчленяемый, легко распадающийся (Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐ. Plut.);
2 легко расторгаемый (φιλίαι Arst.);
3 легко поддающийся уговорам, сговорчивый Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάλῠτος: -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, φιλία Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 3· Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλυτος, -ον)
αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός του οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονται
νεοελλ.
1. (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή ποσότητα κάποιου διαλυτικού υγρού
2. το ουδ. ως ουσ. το ευδιάλυτο
η ευδιαλυτότητα
αρχ.
1. (για παγίδα) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», Στράβ.)
2. αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν τότε εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)
3. (για τροφή) εύπεπτος
4. αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ευδιαλύομαι].