θυμοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymovaris
|Transliteration C=thymovaris
|Beta Code=qumobarh/s
|Beta Code=qumobarh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[heavy at heart]], AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. θῡμο-βάρεια <span class="bibl"><span class="title">EM</span>458.24</span>.</span>
|Definition=θυμοβαρές, [[heavy at heart]], AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. [[θυμοβάρεια]] ''EM''458.24.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui oppresse le cœur]].<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[βάρος]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ἀρετά, <i>mit schwerem, traurigem [[Herzen]]</i>, Antip.Sid. 65 (VII.146). Ein fem. θυμοβάρεια steht <i>EM</i>. 458.26.
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμοβᾰρής:''' [[с тяжелым сердцем]], [[подавленный]] (θ. [[μύρομαι]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμοβᾰρής''': -ές, [[βαρύς]], βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἀνθ. Π. 7. 146. -θηλ. -βάρεια, Ἐτυμ. Μ. 458. 24.
|lstext='''θῡμοβᾰρής''': -ές, [[βαρύς]], βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἀνθ. Π. 7. 146. -θηλ. -βάρεια, Ἐτυμ. Μ. 458. 24.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui oppresse le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[βάρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῡμοβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[καρδιά]], έχει βαρύθυμη [[διάθεση]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θῡμοβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[καρδιά]], έχει βαρύθυμη [[διάθεση]], σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμοβᾰρής:''' [[с тяжелым сердцем]], [[подавленный]] (θ. [[μύρομαι]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῡμο-βᾰρής, ές [[βαρύς]]<br />[[heavy]] at [[heart]], Anth.
|mdlsjtxt=θῡμο-βᾰρής, ές [[βαρύς]]<br />[[heavy]] at [[heart]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοβᾰρής Medium diacritics: θυμοβαρής Low diacritics: θυμοβαρής Capitals: ΘΥΜΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: thymobarḗs Transliteration B: thymobarēs Transliteration C: thymovaris Beta Code: qumobarh/s

English (LSJ)

θυμοβαρές, heavy at heart, AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. θυμοβάρεια EM458.24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui oppresse le cœur.
Étymologie: θυμός, βάρος.

German (Pape)

[ῡ], ἀρετά, mit schwerem, traurigem Herzen, Antip.Sid. 65 (VII.146). Ein fem. θυμοβάρεια steht EM. 458.26.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοβᾰρής: с тяжелым сердцем, подавленный (θ. μύρομαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοβᾰρής: -ές, βαρύς, βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἀνθ. Π. 7. 146. -θηλ. -βάρεια, Ἐτυμ. Μ. 458. 24.

Greek Monolingual

θυμοβαρής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαριά την καρδιά, βαρύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ανισοβαρής, ετεροβαρής].

Greek Monotonic

θῡμοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που έχει βαριά καρδιά, έχει βαρύθυμη διάθεση, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θῡμο-βᾰρής, ές βαρύς
heavy at heart, Anth.