λυσιφλεβής: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lysiflevis
|Transliteration C=lysiflevis
|Beta Code=lusiflebh/s
|Beta Code=lusiflebh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[opening the veins]], AP6.94 (Phil.).</span>
|Definition=λυσιφλεβές, [[opening the veins]], AP6.94 (Phil.).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui ouvre les veines]].<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[φλέψ]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ές, <i>die [[Adern]] [[lösend]]</i>, [[σάγαρις]], Philp. 6 (VI.94), wo es »die [[Samenader]] [[abschneidend]]« [[bedeutet]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐφλεβής:''' [[вскрывающий жилы]] ([[σάγαρις]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡσιφλεβής''': -ές, ὁ λύων, τέμνων τὰς φλέβας, δηλ. τὴν σπερματώδη [[φλέβα]], τὸ γεννητικὸν [[μόριον]], Ἀνθ. Π. 6. 94.
|lstext='''λῡσιφλεβής''': -ές, ὁ λύων, τέμνων τὰς φλέβας, δηλ. τὴν σπερματώδη [[φλέβα]], τὸ γεννητικὸν [[μόριον]], Ἀνθ. Π. 6. 94.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ouvre les veines.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[φλέψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσιφλεβής]], -ές (Α)<br />αυτός που επιφέρει [[λύση]] της συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>φλεβής</i>].
|mltxt=[[λυσιφλεβής]], -ές (Α)<br />αυτός που επιφέρει [[λύση]] της συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>), [[πρβλ]]. [[ευφλεβής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡσιφλεβής:''' -ές ([[φλέψ]]), αυτός που ανοίγει τις φλέβες, σε Ανθ.
|lsmtext='''λῡσιφλεβής:''' -ές ([[φλέψ]]), αυτός που ανοίγει τις φλέβες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐφλεβής:''' [[вскрывающий жилы]] ([[σάγαρις]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῡσι-φλεβής, ές [[φλέψ]]<br />[[opening]] the veins, Anth.
|mdlsjtxt=λῡσι-φλεβής, ές [[φλέψ]]<br />[[opening]] the veins, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐφλεβής Medium diacritics: λυσιφλεβής Low diacritics: λυσιφλεβής Capitals: ΛΥΣΙΦΛΕΒΗΣ
Transliteration A: lysiphlebḗs Transliteration B: lysiphlebēs Transliteration C: lysiflevis Beta Code: lusiflebh/s

English (LSJ)

λυσιφλεβές, opening the veins, AP6.94 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ouvre les veines.
Étymologie: λύω, φλέψ.

German (Pape)

[ῡ], ές, die Adern lösend, σάγαρις, Philp. 6 (VI.94), wo es »die Samenader abschneidend« bedeutet.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐφλεβής: вскрывающий жилы (σάγαρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιφλεβής: -ές, ὁ λύων, τέμνων τὰς φλέβας, δηλ. τὴν σπερματώδη φλέβα, τὸ γεννητικὸν μόριον, Ἀνθ. Π. 6. 94.

Greek Monolingual

λυσιφλεβής, -ές (Α)
αυτός που επιφέρει λύση της συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -φλεβής (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. ευφλεβής].

Greek Monotonic

λῡσιφλεβής: -ές (φλέψ), αυτός που ανοίγει τις φλέβες, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῡσι-φλεβής, ές φλέψ
opening the veins, Anth.