ἰχθυοτρόφος: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ichthyotrofos | |Transliteration C=ichthyotrofos | ||
|Beta Code=i)xquotro/fos | |Beta Code=i)xquotro/fos | ||
|Definition= | |Definition=ἰχθυοτρόφον, feeding fish: full of fish, διαδρομαί Plu.''Luc.''39. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1276.png Seite 1276]] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1276.png Seite 1276]] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui nourrit des poissons]], [[abondant en poissons]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[τρέφω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰχθυοτρόφος:''' [[питающий]] (разводящий) рыб, богатый рыбой (διαδρομαί Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχθυοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, [[πλήρης]] ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν. | |lstext='''ἰχθυοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, [[πλήρης]] ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰχθυοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι [[γεμάτος]] από ψάρια, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἰχθυοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι [[γεμάτος]] από ψάρια, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἰχθυο-τρόφος, ον<br />[[feeding]] [[fish]]: [[full]] of [[fish]], Plut. | |mdlsjtxt=ἰχθυο-τρόφος, ον<br />[[feeding]] [[fish]]: [[full]] of [[fish]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰχθυοτρόφον, feeding fish: full of fish, διαδρομαί Plu.Luc.39.
German (Pape)
[Seite 1276] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des poissons, abondant en poissons.
Étymologie: ἰχθύς, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθυοτρόφος: питающий (разводящий) рыб, богатый рыбой (διαδρομαί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, πλήρης ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν.
Greek Monolingual
-ο (Α ἰχθυοτρόφος, -ον)
(για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος
αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιπποτρόφος, κτηνοτρόφος].
Greek Monotonic
ἰχθυοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος από ψάρια, σε Πλούτ.