ὑψερεφής: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypserefis | |Transliteration C=ypserefis | ||
|Beta Code=u(yerefh/s | |Beta Code=u(yerefh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑψερεφές, [[high-roofed]], [[high-vaulted]], ὑ. μέγα δῶμα Il.5.213, 19.333; χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφές Od. 13.5; δώματα 4.757; ναός Ar.''Nu.'' 306 (lyr.):—also [[ὑψηρεφής]], ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Il.9.582. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ὑψηρεφής]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>mit hohem Dache, [[hochbedacht]]</i>; [[δῶμα]], oft bei Hom., auch [[θάλαμος]], <i>Il</i>. 9.582; [[ναός]] Ar. <i>Nub</i>. 306. S. auch [[ὑψηρεφής]] und [[ὑψόροφος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψερεφής:''' [[с высокой кровлей]] ([[δῶμα]] Hom.; [[ναός]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψερεφής''': -ές, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ὀροφήν, ὑψ. μέγα [[δῶμα]] Ἰλ. Ε. 213, Τ. 333, Ὀδ.· χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφὲς Ν. 4· δώματα Δ. 757· ναὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 305· ― [[ὡσαύτως]] [[ὑψηρεφής]], ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Ἰλ. Ι. 578. ― Πρβλ. [[ὑψόροφος]]. | |lstext='''ὑψερεφής''': -ές, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ὀροφήν, ὑψ. μέγα [[δῶμα]] Ἰλ. Ε. 213, Τ. 333, Ὀδ.· χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφὲς Ν. 4· δώματα Δ. 757· ναὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 305· ― [[ὡσαύτως]] [[ὑψηρεφής]], ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Ἰλ. Ι. 578. ― Πρβλ. [[ὑψόροφος]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ὑψηρεφής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηλή [[οροφή]], [[ψηλοτάβανος]] («ὑψερεφές μέγα [[δῶμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ερεφής</i> / -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]]), | |mltxt=και [[ὑψηρεφής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηλή [[οροφή]], [[ψηλοτάβανος]] («ὑψερεφές μέγα [[δῶμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ερεφής</i> / -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]]), [[πρβλ]]. [[ἀμφηρεφής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψερεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]), αυτός που έχει ψηλή [[οροφή]], αυτός που έχει ψηλό θόλο, [[καμάρα]], σε Όμηρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''ὑψερεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]), αυτός που έχει ψηλή [[οροφή]], αυτός που έχει ψηλό θόλο, [[καμάρα]], σε Όμηρ., Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψ-ερεφής, ές [[ἐρέφω]]<br />[[high]]-[[roofed]], [[high]]-[[vaulted]], Hom., Ar. | |mdlsjtxt=ὑψ-ερεφής, ές [[ἐρέφω]]<br />[[high]]-[[roofed]], [[high]]-[[vaulted]], Hom., Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑψερεφές, high-roofed, high-vaulted, ὑ. μέγα δῶμα Il.5.213, 19.333; χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφές Od. 13.5; δώματα 4.757; ναός Ar.Nu. 306 (lyr.):—also ὑψηρεφής, ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Il.9.582.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ὑψηρεφής.
German (Pape)
ές, mit hohem Dache, hochbedacht; δῶμα, oft bei Hom., auch θάλαμος, Il. 9.582; ναός Ar. Nub. 306. S. auch ὑψηρεφής und ὑψόροφος.
Russian (Dvoretsky)
ὑψερεφής: с высокой кровлей (δῶμα Hom.; ναός Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψερεφής: -ές, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ὀροφήν, ὑψ. μέγα δῶμα Ἰλ. Ε. 213, Τ. 333, Ὀδ.· χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφὲς Ν. 4· δώματα Δ. 757· ναὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 305· ― ὡσαύτως ὑψηρεφής, ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Ἰλ. Ι. 578. ― Πρβλ. ὑψόροφος.
English (Autenrieth)
ές (ἐρέφω), ὑψηρεφής: high-roofed.
Greek Monolingual
και ὑψηρεφής, -ές, Α
1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ερεφής / -ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφηρεφής].
Greek Monotonic
ὑψερεφής: -ές (ἐρέφω), αυτός που έχει ψηλή οροφή, αυτός που έχει ψηλό θόλο, καμάρα, σε Όμηρ., Αριστοφ.