ὅδιος: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odios | |Transliteration C=odios | ||
|Beta Code=o(/dios | |Beta Code=o(/dios | ||
|Definition= | |Definition=ὅδιον, ([[ὁδός]])<br><span class="bld">A</span> [[belonging to a way]] or [[journey]], <b class="b3">ὄρνις ὅ.</b> a bird [[of omen for the journey]] (or [[seen by the way]]), A.''Ag.''157 (lyr.); <b class="b3">ὅ. κράτος αἴσιον</b> ib. 104 (lyr.); <b class="b3">Ἑρμῆς ὅ.</b> H. [[the guardian of roads and travellers]], whose statues stood on the road-side, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[ὅδιον]], τό, [[travelling expenses]], prob. in ''Inscr.Magn.''52.39. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0292.png Seite 292]] den Weg, die Reise betreffend; ἀπ' ὀρνίθων ὁδίων, Aesch. Ag. 152, die ein günstiges Vorzeichen für die Reise geben; ähnl. ὅδιον [[κράτος]] αἴσιον ἀνδρῶν, 104, die unter günstigen Zeichen reif'ten. – Hermes heißt so als Beschützer der Wege u. der Reisenden, Hesych. – S. auch nom. pr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0292.png Seite 292]] den Weg, die Reise betreffend; ἀπ' ὀρνίθων ὁδίων, Aesch. Ag. 152, die ein günstiges Vorzeichen für die Reise geben; ähnl. ὅδιον [[κράτος]] αἴσιον ἀνδρῶν, 104, die unter günstigen Zeichen reif'ten. – Hermes heißt so als Beschützer der Wege u. der Reisenden, Hesych. – S. auch nom. pr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[d'heureux augure pour le voyage]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅδιος:''' [[дорожный]], [[путевой]]: ὄρνιθες ὅσιοι Aesch. птицы, предвещающие счастливый путь; ὅδιον [[κράτος]] αἴσιον Aesch. благоприятное предзнаменование для путешествия. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅδιος''': -ον, (ὁδὸς) ὁ ἀνήκων εἰς ὁδὸν ἢ ὁδοιπορίαν, [[ὄρνις]] ὅδ., πτηνὸν προμηνῦόν τι διὰ τὴν ὁδοιπορίαν (ἢ ὁρώμενον καθ’ ὁδόν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 157· οὕτω, ὅδ. [[κράτος]] αἴσιον [[αὐτόθι]] 104· [[οὕτως]] ἐν Πινδ. Ν. 9. 45, αἰσιᾶν οὐ κατ’ ὀρνίχων ὁδόν: - [[Ἑρμῆς]] ὅδ., ὁ [[Ἑρμῆς]] ὁ προστάτης τῶν ὁδῶν καὶ τῶν ὁδοιπόρων, οὗ τὰ ἀγάλματα ἵσταντο παρὰ τὴν ὁδόν, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ἐνόδιος]]. | |lstext='''ὅδιος''': -ον, (ὁδὸς) ὁ ἀνήκων εἰς ὁδὸν ἢ ὁδοιπορίαν, [[ὄρνις]] ὅδ., πτηνὸν προμηνῦόν τι διὰ τὴν ὁδοιπορίαν (ἢ ὁρώμενον καθ’ ὁδόν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 157· οὕτω, ὅδ. [[κράτος]] αἴσιον [[αὐτόθι]] 104· [[οὕτως]] ἐν Πινδ. Ν. 9. 45, αἰσιᾶν οὐ κατ’ ὀρνίχων ὁδόν: - [[Ἑρμῆς]] ὅδ., ὁ [[Ἑρμῆς]] ὁ προστάτης τῶν ὁδῶν καὶ τῶν ὁδοιπόρων, οὗ τὰ ἀγάλματα ἵσταντο παρὰ τὴν ὁδόν, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ἐνόδιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅδιος:''' -ον ([[ὁδός]]), αυτός που ανήκει σε μια οδό ή μια [[διαδρομή]], <i>ὄρνιςὄδιος</i>, πουλί που, ως [[οιωνός]], προμηνύει [[κάτι]] για το [[ταξίδι]] (ή αυτό που γίνεται αντιληπτό κατά τη [[διαδρομή]]), σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὅδιος:''' -ον ([[ὁδός]]), αυτός που ανήκει σε μια οδό ή μια [[διαδρομή]], <i>ὄρνιςὄδιος</i>, πουλί που, ως [[οιωνός]], προμηνύει [[κάτι]] για το [[ταξίδι]] (ή αυτό που γίνεται αντιληπτό κατά τη [[διαδρομή]]), σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὅδιος]], ον, [[ὁδός]]<br />belonging to a way, [[ὄρνις]] ὅδ. a [[bird]] of [[omen]] for the [[journey]] (or [[seen]] by the way), Aesch. | |mdlsjtxt=[[ὅδιος]], ον, [[ὁδός]]<br />belonging to a way, [[ὄρνις]] ὅδ. a [[bird]] of [[omen]] for the [[journey]] (or [[seen]] by the way), Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ὅδιον, (ὁδός)
A belonging to a way or journey, ὄρνις ὅ. a bird of omen for the journey (or seen by the way), A.Ag.157 (lyr.); ὅ. κράτος αἴσιον ib. 104 (lyr.); Ἑρμῆς ὅ. H. the guardian of roads and travellers, whose statues stood on the road-side, Hsch.
II ὅδιον, τό, travelling expenses, prob. in Inscr.Magn.52.39.
German (Pape)
[Seite 292] den Weg, die Reise betreffend; ἀπ' ὀρνίθων ὁδίων, Aesch. Ag. 152, die ein günstiges Vorzeichen für die Reise geben; ähnl. ὅδιον κράτος αἴσιον ἀνδρῶν, 104, die unter günstigen Zeichen reif'ten. – Hermes heißt so als Beschützer der Wege u. der Reisenden, Hesych. – S. auch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'heureux augure pour le voyage.
Étymologie: ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
ὅδιος: дорожный, путевой: ὄρνιθες ὅσιοι Aesch. птицы, предвещающие счастливый путь; ὅδιον κράτος αἴσιον Aesch. благоприятное предзнаменование для путешествия.
Greek (Liddell-Scott)
ὅδιος: -ον, (ὁδὸς) ὁ ἀνήκων εἰς ὁδὸν ἢ ὁδοιπορίαν, ὄρνις ὅδ., πτηνὸν προμηνῦόν τι διὰ τὴν ὁδοιπορίαν (ἢ ὁρώμενον καθ’ ὁδόν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 157· οὕτω, ὅδ. κράτος αἴσιον αὐτόθι 104· οὕτως ἐν Πινδ. Ν. 9. 45, αἰσιᾶν οὐ κατ’ ὀρνίχων ὁδόν: - Ἑρμῆς ὅδ., ὁ Ἑρμῆς ὁ προστάτης τῶν ὁδῶν καὶ τῶν ὁδοιπόρων, οὗ τὰ ἀγάλματα ἵσταντο παρὰ τὴν ὁδόν, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐνόδιος.
Greek Monotonic
ὅδιος: -ον (ὁδός), αυτός που ανήκει σε μια οδό ή μια διαδρομή, ὄρνιςὄδιος, πουλί που, ως οιωνός, προμηνύει κάτι για το ταξίδι (ή αυτό που γίνεται αντιληπτό κατά τη διαδρομή), σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὅδιος, ον, ὁδός
belonging to a way, ὄρνις ὅδ. a bird of omen for the journey (or seen by the way), Aesch.