διαδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(4)
 
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diadateomai
|Transliteration C=diadateomai
|Beta Code=diadate/omai
|Beta Code=diadate/omai
|Definition=aor. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> διεδασάμην Pi. (v. infr.): </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> in reciprocal sense, <b class="b2">divide among themselves</b>, διὰ κτῆσιν δατέοντο <span class="bibl">Il.5.158</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span> 606</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.51</span>; δ. τὴν ληΐην <span class="bibl">Hdt.8.121</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in act.sense, <b class="b2">divide, distribute</b>, <b class="b3">διὰ παῦρα δασάσκετο</b> (Ion. iterative form) <span class="bibl">Il.9.333</span>; <b class="b3">ἐς φυλὰς διεδάσαντο</b> <b class="b2">distributed</b> them among the tribes, <span class="bibl">Hdt.4.145</span>:— Pass., <b class="b2">to be divided</b>, γῆς διαδατουμένης <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>1.1</span>.</span>
|Definition=aor.<br><span class="bld">A</span> διεδασάμην Pi. (v. infr.):<br><span class="bld">1</span> in reciprocal sense, [[divide among themselves]], διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158, Hes.''Th.'' 606, cf. Pi.''O.''1.51; δ. τὴν ληΐην [[Herodotus|Hdt.]]8.121.<br><span class="bld">2</span> in act.sense, [[divide]], [[distribute]], <b class="b3">διὰ παῦρα δασάσκετο</b> (Ion. iterative form) Il.9.333; <b class="b3">ἐς φυλὰς διεδάσαντο</b> [[distributed]] them among the tribes, [[Herodotus|Hdt.]]4.145:—Pass., to [[be divided]], γῆς διαδατουμένης App.''BC''1.1.
}}
{{DGE
|dgtxt=(διαδᾰτέομαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gener. aor. poét. διεδάσσ- Hes.<i>Th</i>.544, 885, Pi.<i>O</i>.7.75 (tm.), <i>AP</i> 14.118 (Metrod.), διεδάσαντο Pi.<i>O</i>.1.51, Hdt.8.121, iter. διαδασάσκετο <i>Il</i>.9.333 (tm.)]<br /><b class="num">1</b> [[repartir]] διὰ παῦρα δασάσκετο <i>Il</i>.l.c., μοίρας Hes.<i>Th</i>.544, τιμάς Hes.<i>Th</i>.885, τὴν ληίην Hdt.l.c., cf. <i>SEG</i> 41.537 (Tesalia V a.C.), τοὺς Μινύας ... ἐς φυλάς Hdt.4.145, en v. pas. γῆς διαδατουμένης App.<i>BC</i> 1.1<br /><b class="num">•</b>[[repartirse]] διὰ κτῆσιν δατέοντο <i>Il</i>.5.158, cf. Hes.<i>Th</i>.606, κρεῶν Pi.<i>O</i>.1.51, ὀστέα τε σάρκας Q.S.8.144.<br /><b class="num">2</b> [[dividir]] διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι Pi.<i>O</i>.7.75<br /><b class="num">•</b>[[hacer el cómputo]], [[establecer]] ἁλὸς διὰ μέτρα δάσαντο han establecido las medidas del mar</i> Opp.<i>H</i>.1.11.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0575.png Seite 575]] (s. [[δατέομαι]]), verteilen, unter sich verteilen; Homer in tmesi Iliad. 5, 158 χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο; Hesiod. Th. 606 ἀποφθιμένου δὲ διὰ κτῆσιν δατέονται [[χηρωσταί]] – Bei Appian. B. C. 1, 1 ist γῆς διαδατουμένης passiv. – Vgl. διαδαίω.
}}
{{bailly
|btext=[[διαδατοῦμαι]];<br />[[être partagé]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δατέομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=δια-δατέομαι vaak in tmesis; ep. aor. 2 sing. διεδάσσαο, 3 sing. διεδάσσατο, iterat. 3 sing. διά... δασάσκετο onder elkaar verdelen:; διὰ κτῆσιν δατέοντο zij verdeelden zijn bezit onder elkaar Il. 5.158; alg. verdelen:; διὰ παῦρα δασάσκετο hij verdeelde maar weinig Il. 9.333; met gen. partit.: κρεῶν σέθεν διεδάσαντο zij hebben porties van uw vlees gemaakt Pind. Ol. 1.51.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδᾰτέομαι:''' Hom. - in tmesi Hes., Pind. = [[διαδαίομαι]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>διαδᾰτέομαι</b> [[divide]] up ([[for]], to [[oneself]]) c. acc. of [[that]] [[which]] is divided [[out]]: ἀπά- τερθε δ' [[ἔχον]] διὰ γαῖαν [[τρίχα]] δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.) (O. 7.75) c. gen. of [[that]] [[from]] [[which]] the [[division]] is made: τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα [[κρεῶν]] [[σέθεν]] [[διεδάσαντο]] καὶ [[φάγον]] (O. 1.50)
}}
{{grml
|mltxt=[[διαδατέομαι]] (Α) [[διατέομαι]]<br /><b>1.</b> μοιράζομαι [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> [[διαχωρίζω]], [[μοιράζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαδᾰτέομαι:''' αόρ. αʹ -[[δάσασθαι]], αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> με αλληλοπαθητική [[σημασία]], μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, [[μεταξύ]] μας, <i>διὰ κτῆσιν δατέοντο</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με Ενεργ. [[σημασία]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]], διὰ παῦρα [[δασάσκετο]] (Ιων. αντί <i>ἐδάσατο</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· [[διεδάσαντο]] τὴν ληΐην, σε Ηρόδ.· ἐς φυλὰς [[διεδάσαντο]], διένειμαν αυτούς στις φυλές, στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''διαδᾰτέομαι''': ἀόρ. διαδάσασθαι, ἀποθ. 1) ἐπὶ ἐννοίας ἀμοιβαιότητος, μοιραζόμεθα πρὸς ἀλλήλους, διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158, Ἡσ. Θ. 606. 2) ἐπὶ ἐνεργ. ἐννοίας, [[διαχωρίζω]], [[χωρίζω]], [[μοιράζω]], διὰ παῦρα δασάσκετο (Ἰων. ἀντὶ ἐδάσατο) Ἰλ. Ι. 333, πρβλ. Πίνδ. Ο. 1. 8, κτλ.· διεδάσαντο τὴν ληΐην Ἡρόδ. 8. 121· ἐς φυλὰς διεδάσαντο, διένειμαν αὐτοὺς εἰς τὰς φυλάς, ὁ αὐτ. 4. 145. ― Παθ., διαιροῦμαι, γῆς διαδατουμένης Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 1.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 -[[δάσασθαι]]<br />Dep.:<br /><b class="num">1.</b> in [[reciprocal]] [[sense]], to [[divide]] [[among]] [[themselves]], διὰ κτῆσιν δατέοντο Il., Hes.<br /><b class="num">2.</b> in act. [[sense]], to [[divide]], [[distribute]], διὰ παῦρα [[δασάσκετο]] (ionic for ἐδάσατὀ, Il.; [[διεδάσαντο]] τὴν ληΐην Hdt.; ἐς φυλὰς [[διεδάσαντο]] distributed them [[among]] the tribes, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδᾰτέομαι Medium diacritics: διαδατέομαι Low diacritics: διαδατέομαι Capitals: ΔΙΑΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diadatéomai Transliteration B: diadateomai Transliteration C: diadateomai Beta Code: diadate/omai

English (LSJ)

aor.
A διεδασάμην Pi. (v. infr.):
1 in reciprocal sense, divide among themselves, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158, Hes.Th. 606, cf. Pi.O.1.51; δ. τὴν ληΐην Hdt.8.121.
2 in act.sense, divide, distribute, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ion. iterative form) Il.9.333; ἐς φυλὰς διεδάσαντο distributed them among the tribes, Hdt.4.145:—Pass., to be divided, γῆς διαδατουμένης App.BC1.1.

Spanish (DGE)

(διαδᾰτέομαι)
• Morfología: [gener. aor. poét. διεδάσσ- Hes.Th.544, 885, Pi.O.7.75 (tm.), AP 14.118 (Metrod.), διεδάσαντο Pi.O.1.51, Hdt.8.121, iter. διαδασάσκετο Il.9.333 (tm.)]
1 repartir διὰ παῦρα δασάσκετο Il.l.c., μοίρας Hes.Th.544, τιμάς Hes.Th.885, τὴν ληίην Hdt.l.c., cf. SEG 41.537 (Tesalia V a.C.), τοὺς Μινύας ... ἐς φυλάς Hdt.4.145, en v. pas. γῆς διαδατουμένης App.BC 1.1
repartirse διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158, cf. Hes.Th.606, κρεῶν Pi.O.1.51, ὀστέα τε σάρκας Q.S.8.144.
2 dividir διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι Pi.O.7.75
hacer el cómputo, establecer ἁλὸς διὰ μέτρα δάσαντο han establecido las medidas del mar Opp.H.1.11.

German (Pape)

[Seite 575] (s. δατέομαι), verteilen, unter sich verteilen; Homer in tmesi Iliad. 5, 158 χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο; Hesiod. Th. 606 ἀποφθιμένου δὲ διὰ κτῆσιν δατέονται χηρωσταί – Bei Appian. B. C. 1, 1 ist γῆς διαδατουμένης passiv. – Vgl. διαδαίω.

French (Bailly abrégé)

διαδατοῦμαι;
être partagé.
Étymologie: διά, δατέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δατέομαι vaak in tmesis; ep. aor. 2 sing. διεδάσσαο, 3 sing. διεδάσσατο, iterat. 3 sing. διά... δασάσκετο onder elkaar verdelen:; διὰ κτῆσιν δατέοντο zij verdeelden zijn bezit onder elkaar Il. 5.158; alg. verdelen:; διὰ παῦρα δασάσκετο hij verdeelde maar weinig Il. 9.333; met gen. partit.: κρεῶν σέθεν διεδάσαντο zij hebben porties van uw vlees gemaakt Pind. Ol. 1.51.

Russian (Dvoretsky)

διαδᾰτέομαι: Hom. - in tmesi Hes., Pind. = διαδαίομαι.

English (Slater)

διαδᾰτέομαι divide up (for, to oneself) c. acc. of that which is divided out: ἀπά- τερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.) (O. 7.75) c. gen. of that from which the division is made: τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον (O. 1.50)

Greek Monolingual

διαδατέομαι (Α) διατέομαι
1. μοιράζομαι μαζί με άλλους
2. διαχωρίζω, μοιράζω.

Greek Monotonic

διαδᾰτέομαι: αόρ. αʹ -δάσασθαι, αποθ.:
1. με αλληλοπαθητική σημασία, μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, μεταξύ μας, διὰ κτῆσιν δατέοντο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
2. με Ενεργ. σημασία, μοιράζω, διανέμω, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ιων. αντί ἐδάσατο), σε Ομήρ. Ιλ.· διεδάσαντο τὴν ληΐην, σε Ηρόδ.· ἐς φυλὰς διεδάσαντο, διένειμαν αυτούς στις φυλές, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

διαδᾰτέομαι: ἀόρ. διαδάσασθαι, ἀποθ. 1) ἐπὶ ἐννοίας ἀμοιβαιότητος, μοιραζόμεθα πρὸς ἀλλήλους, διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158, Ἡσ. Θ. 606. 2) ἐπὶ ἐνεργ. ἐννοίας, διαχωρίζω, χωρίζω, μοιράζω, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ἰων. ἀντὶ ἐδάσατο) Ἰλ. Ι. 333, πρβλ. Πίνδ. Ο. 1. 8, κτλ.· διεδάσαντο τὴν ληΐην Ἡρόδ. 8. 121· ἐς φυλὰς διεδάσαντο, διένειμαν αὐτοὺς εἰς τὰς φυλάς, ὁ αὐτ. 4. 145. ― Παθ., διαιροῦμαι, γῆς διαδατουμένης Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 1.

Middle Liddell

aor1 -δάσασθαι
Dep.:
1. in reciprocal sense, to divide among themselves, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il., Hes.
2. in act. sense, to divide, distribute, διὰ παῦρα δασάσκετο (ionic for ἐδάσατὀ, Il.; διεδάσαντο τὴν ληΐην Hdt.; ἐς φυλὰς διεδάσαντο distributed them among the tribes, Hdt.