λείψανον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> pl\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leipsanon
|Transliteration C=leipsanon
|Beta Code=lei/yanon
|Beta Code=lei/yanon
|Definition=τό, (λείπω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[piece left]], [[remnant]], Ἀργοῦς <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1387</span>: metaph., of a man, <b class="b3">λ. φίλων, Φρυγῶν</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>554</span>, <span class="bibl"><span class="title">Tr.</span>716</span>; τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>110e</span>, cf. <span class="bibl">111a</span>; δάκρυα… στοργᾶς λείψανον <span class="title">AP</span>7.476 (Mel.); <b class="b3">μειδιάματος λ</b>. [[traces]] of a smile, Chor.in <span class="title">Rev.Phil.</span>1.230. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> freq. in plural, [[remains]] of the dead, λείψαν' ἐκβάλλειν κυσίν <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>469</span>; λείψανα θανόντος <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1113</span>; τὰ λ. τοῦ σώματος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span> 86c</span>; <b class="b3">βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει</b> <span class="title">CIG</span> (add.) <span class="bibl">4079b</span> (Ancyra), al.; but <b class="b3">λ. τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν</b> [[their deeds]], [[good name]], etc., <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>774</span> (lyr.); [[remnants]] of youth, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1066</span> (lyr.); <b class="b3">λ. τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων</b> [[sequels]] to... Longin.9.12.</span>
|Definition=τό, ([[λείπω]])<br><span class="bld">A</span> [[piece left]], [[remnant]], Ἀργοῦς E.''Med.''1387: metaph., of a man, <b class="b3">λείψανον φίλων, λείψανον Φρυγῶν</b>, Id.''El.''554, ''Tr.''716; τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Pl.''Criti.''110e, cf. 111a; δάκρυα… στοργᾶς λείψανον ''AP''7.476 (Mel.); <b class="b3">μειδιάματος λείψανον</b> [[traces]] of a [[smile]], Chor.in ''Rev.Phil.''1.230.<br><span class="bld">2</span> freq. in plural, [[λείψανα]] = [[remains]] of the dead, λείψαν' ἐκβάλλειν κυσίν E.''Fr.''469; λείψανα θανόντος S.''El.''1113; τὰ λείψανα τοῦ σώματος [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 86c; <b class="b3">βωμὸς λείψανα φωτὸς ἔχει</b> ''CIG'' (add.) 4079b (Ancyra), al.; but <b class="b3">λείψανα τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν</b> their [[deed]]s, [[good name]], etc., [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''774 (lyr.); [[remnants]] of [[youth]], Ar.''V.''1066 (lyr.); <b class="b3">λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων</b> [[sequel]]s to... Longin.9.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] τό, Überbleibsel, Überrest, Eur. Med. 1387 u. öfter; Ar. Vesp. 1066; auch von Todten, [[αὐτοῦ]] θανόντος, Soph. El. 1113; sp. D., wie in Prosa, τοῦ σώματος Plat. Phaed. 86 c; τὰ τοῦ πατρός Hdn. 3, 15, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] τό, [[Überbleibsel]], [[Überrest]], Eur. Med. 1387 u. öfter; Ar. Vesp. 1066; auch von Todten, [[αὐτοῦ]] θανόντος, Soph. El. 1113; sp. D., wie in Prosa, τοῦ σώματος Plat. Phaed. 86 c; τὰ τοῦ πατρός Hdn. 3, 15, 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />reste ; τὰ λείψανα restes d'un mort.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λείψᾰνον:''' τό<br /><b class="num">1</b> тж. pl. [[остаток]], [[остатки]] ([[φίλων]] Eur.; τῆς γῆς Plat.); обломки (Ἀργοῦς Eur.);<br /><b class="num">2</b> pl. [[останки]] (τοῦ σώματος Plat.; θανόντος Soph.);<br /><b class="num">3</b> pl. [[прочный след]], [[неувядаемая слава]] (ἀγαθῶν [[ἀνδρῶν]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λείψᾰνον''': τό, ([[λείπω]]) [[τεμάχιον]] ἀπολειφθέν, [[θραῦσμα]], ὑπόλοιπον, τὸ ἀπομένον, Ἀργοῦς Εὐρ. Μήδ. 1387· μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[λείψανον]] φίλων, Φρυγῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 554, Τρῳ. 711· τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Πλάτ. Κριτί. 110Ε, πρβλ. 111Α· δάκρυα... στοργᾶς [[λείψανον]] Ἀνθ. ΙΙ. 7. 476. 2) [[συχνάκις]] ἐν τῷ πληθ., λείψανα, ὑπόλοιπα, «ἀπομεινάρια», «[[λείψανον]]» (νεκροῦ), Λατ. reliquiae, λείψαν’ ἐκβάλλειν κυσὶν Εὐρ. Ἀπόσπ. 472· θανόντος λείψανα Σοφ. Ἠλ. 1113· τὰ λ. τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86C· βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4079b, κ. ἀλλ.· - [[ἀλλά]], ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ., [[εἶναι]] τὰ καλὰ αὐτῶν ἔργα, τὸ καλὸν [[ὄνομα]], κτλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 774· λείψανα, ἀπομεινάρια νεότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1066· λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων, τὰ ἑπόμενα τῶν..., Λογγῖν. 9. 12.
|lstext='''λείψᾰνον''': τό, ([[λείπω]]) [[τεμάχιον]] ἀπολειφθέν, [[θραῦσμα]], ὑπόλοιπον, τὸ ἀπομένον, Ἀργοῦς Εὐρ. Μήδ. 1387· μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[λείψανον]] φίλων, Φρυγῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 554, Τρῳ. 711· τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Πλάτ. Κριτί. 110Ε, πρβλ. 111Α· δάκρυα... στοργᾶς [[λείψανον]] Ἀνθ. ΙΙ. 7. 476. 2) [[συχνάκις]] ἐν τῷ πληθ., λείψανα, ὑπόλοιπα, «ἀπομεινάρια», «[[λείψανον]]» (νεκροῦ), Λατ. reliquiae, λείψαν’ ἐκβάλλειν κυσὶν Εὐρ. Ἀπόσπ. 472· θανόντος λείψανα Σοφ. Ἠλ. 1113· τὰ λ. τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86C· βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4079b, κ. ἀλλ.· - [[ἀλλά]], ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ., [[εἶναι]] τὰ καλὰ αὐτῶν ἔργα, τὸ καλὸν [[ὄνομα]], κτλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 774· λείψανα, ἀπομεινάρια νεότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1066· λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων, τὰ ἑπόμενα τῶν..., Λογγῖν. 9. 12.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />reste ; τὰ λείψανα restes d’un mort.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λείψᾰνον:''' τό ([[λείπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κομμάτι]] που έχει απομείνει, [[ερείπιο]], [[υπόλοιπο]], [[απομεινάρι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., λείψανα, απομεινάρια, Λατ. [[reliquiae]], λέγεται για τους πεθαμένους, σε Σοφ., Πλάτ.· [[αλλά]], ἀγαθῶν [[ἀνδρῶν]] [[λείψανον]], αποτελούν τα [[καλά]] τους έργα, το καλό όνομά τους, σε Ευρ.· <i>λείψανα</i>, απομεινάρια της νιότης, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λείψᾰνον:''' τό ([[λείπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κομμάτι]] που έχει απομείνει, [[ερείπιο]], [[υπόλοιπο]], [[απομεινάρι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., λείψανα, απομεινάρια, Λατ. [[reliquiae]], λέγεται για τους πεθαμένους, σε Σοφ., Πλάτ.· [[αλλά]], ἀγαθῶν [[ἀνδρῶν]] [[λείψανον]], αποτελούν τα [[καλά]] τους έργα, το καλό όνομά τους, σε Ευρ.· <i>λείψανα</i>, απομεινάρια της νιότης, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λείψᾰνον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[остаток]], [[остатки]] ([[φίλων]] Eur.; τῆς γῆς Plat.); обломки (Ἀργοῦς Eur.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[останки]] (τοῦ σώματος Plat.; θανόντος Soph.);<br /><b class="num">3)</b> pl. прочный след, неувядаемая слава (ἀγαθῶν [[ἀνδρῶν]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 30: Line 30:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[remains]], [[all that is left of]], [[ruins of]]
|woodrun=[[remains]], [[all that is left of]], [[ruins of]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[λείπω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 07:32, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λείψᾰνον Medium diacritics: λείψανον Low diacritics: λείψανον Capitals: ΛΕΙΨΑΝΟΝ
Transliteration A: leípsanon Transliteration B: leipsanon Transliteration C: leipsanon Beta Code: lei/yanon

English (LSJ)

τό, (λείπω)
A piece left, remnant, Ἀργοῦς E.Med.1387: metaph., of a man, λείψανον φίλων, λείψανον Φρυγῶν, Id.El.554, Tr.716; τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Pl.Criti.110e, cf. 111a; δάκρυα… στοργᾶς λείψανον AP7.476 (Mel.); μειδιάματος λείψανον traces of a smile, Chor.in Rev.Phil.1.230.
2 freq. in plural, λείψανα = remains of the dead, λείψαν' ἐκβάλλειν κυσίν E.Fr.469; λείψανα θανόντος S.El.1113; τὰ λείψανα τοῦ σώματος Pl.Phd. 86c; βωμὸς λείψανα φωτὸς ἔχει CIG (add.) 4079b (Ancyra), al.; but λείψανα τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν their deeds, good name, etc., E.Andr.774 (lyr.); remnants of youth, Ar.V.1066 (lyr.); λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων sequels to... Longin.9.12.

German (Pape)

[Seite 27] τό, Überbleibsel, Überrest, Eur. Med. 1387 u. öfter; Ar. Vesp. 1066; auch von Todten, αὐτοῦ θανόντος, Soph. El. 1113; sp. D., wie in Prosa, τοῦ σώματος Plat. Phaed. 86 c; τὰ τοῦ πατρός Hdn. 3, 15, 15.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
reste ; τὰ λείψανα restes d'un mort.
Étymologie: λείπω.

Russian (Dvoretsky)

λείψᾰνον: τό
1 тж. pl. остаток, остатки (φίλων Eur.; τῆς γῆς Plat.); обломки (Ἀργοῦς Eur.);
2 pl. останки (τοῦ σώματος Plat.; θανόντος Soph.);
3 pl. прочный след, неувядаемая слава (ἀγαθῶν ἀνδρῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λείψᾰνον: τό, (λείπω) τεμάχιον ἀπολειφθέν, θραῦσμα, ὑπόλοιπον, τὸ ἀπομένον, Ἀργοῦς Εὐρ. Μήδ. 1387· μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου, λείψανον φίλων, Φρυγῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 554, Τρῳ. 711· τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Πλάτ. Κριτί. 110Ε, πρβλ. 111Α· δάκρυα... στοργᾶς λείψανον Ἀνθ. ΙΙ. 7. 476. 2) συχνάκις ἐν τῷ πληθ., λείψανα, ὑπόλοιπα, «ἀπομεινάρια», «λείψανον» (νεκροῦ), Λατ. reliquiae, λείψαν’ ἐκβάλλειν κυσὶν Εὐρ. Ἀπόσπ. 472· θανόντος λείψανα Σοφ. Ἠλ. 1113· τὰ λ. τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86C· βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4079b, κ. ἀλλ.· - ἀλλά, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ., εἶναι τὰ καλὰ αὐτῶν ἔργα, τὸ καλὸν ὄνομα, κτλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 774· λείψανα, ἀπομεινάρια νεότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1066· λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων, τὰ ἑπόμενα τῶν..., Λογγῖν. 9. 12.

Greek Monotonic

λείψᾰνον: τό (λείπω
1. κομμάτι που έχει απομείνει, ερείπιο, υπόλοιπο, απομεινάρι, σε Ευρ.
2. στον πληθ., λείψανα, απομεινάρια, Λατ. reliquiae, λέγεται για τους πεθαμένους, σε Σοφ., Πλάτ.· αλλά, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λείψανον, αποτελούν τα καλά τους έργα, το καλό όνομά τους, σε Ευρ.· λείψανα, απομεινάρια της νιότης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λείψᾰνον, ου, τό, λείπω
1. a piece left, wreck, remnant, relic, Eur.
2. in plural, remains, remnants, Lat. reliquiae, of the dead, Soph., Plat.;—but, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ. are their deeds, good name, Eur.; λείψανα, remnants of youth, Ar.

English (Woodhouse)

remains, all that is left of, ruins of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό λείπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.