ἐξυγραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] ganz naß machen, ganz anfeuchten. Theophr.; τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ἐξ. καὶ ἀνατήκειν, weichlich machen, Plut. de san. tu. p. 406. – Pass. ganz feucht werden, Arist. H. A. 3, 19; von Säften, schwellen, Sp.; ἐξυγρασμένος bei Theophr. auch = der Feuchtigkeit beraubt, trocken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] ganz naß machen, ganz anfeuchten. Theophr.; τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ἐξ. καὶ ἀνατήκειν, weichlich machen, Plut. de san. tu. p. 406. – Pass. ganz feucht werden, Arist. H. A. 3, 19; von Säften, schwellen, Sp.; ἐξυγρασμένος bei Theophr. auch = der Feuchtigkeit beraubt, trocken.
}}
{{bailly
|btext=[[dissoudre]], [[amollir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑγραίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξυγραίνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обильно смачивать]], [[хорошо увлажнять]] (τὴν γλῶτταν Arst.);<br /><b class="num">2</b> pass. [[смачиваться]], [[мокнуть]] Plut.: ἀὴρ ἐξυγραινόμενος Arst. влажный воздух;<br /><b class="num">3</b> pass. [[разжижаться]], [[становиться водянистым]] ([[αἷμα]] ἐξυγρανθέν Arst.);<br /><b class="num">4</b> досл. [[размягчать]], перен. [[изнеживать]] (τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξυγραίνω''': καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ [[ψῦχος]], [[εἴσω]] συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι [[κάθυγρος]], [[γίνομαι]] ἐντελῶς [[ὑγρός]], Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, [[μάλιστα]] ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ [[σῶμα]] παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, [[αὐτόθι]] 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι [[ἔγχυλος]], ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ [[συκάμινον]]) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., [[προσέτι]], στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10.
|lstext='''ἐξυγραίνω''': καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ [[ψῦχος]], [[εἴσω]] συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι [[κάθυγρος]], [[γίνομαι]] ἐντελῶς [[ὑγρός]], Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, [[μάλιστα]] ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ [[σῶμα]] παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, [[αὐτόθι]] 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι [[ἔγχυλος]], ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ [[συκάμινον]]) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., [[προσέτι]], στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10.
}}
{{bailly
|btext=dissoudre, amollir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑγραίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξυγραίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βρέχω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>2.</b> (για καρπό) [[γίνομαι]] [[ζουμερός]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μαλθακό, [[εκφυλίζω]] («ταῖς ἡδοναῑς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[ξεραίνομαι]].
|mltxt=[[ἐξυγραίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βρέχω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>2.</b> (για καρπό) [[γίνομαι]] [[ζουμερός]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μαλθακό, [[εκφυλίζω]] («ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[ξεραίνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξυγραίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обильно смачивать]], [[хорошо увлажнять]] (τὴν γλῶτταν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> pass. [[смачиваться]], [[мокнуть]] Plut.: ἀὴρ ἐξυγραινόμενος Arst. влажный воздух;<br /><b class="num">3)</b> pass. [[разжижаться]], [[становиться водянистым]] ([[αἷμα]] ἐξυγρανθέν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> досл. [[размягчать]], перен. [[изнеживать]] (τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 14:24, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξυγραίνω Medium diacritics: ἐξυγραίνω Low diacritics: εξυγραίνω Capitals: ΕΞΥΓΡΑΙΝΩ
Transliteration A: exygraínō Transliteration B: exygrainō Transliteration C: eksygraino Beta Code: e)cugrai/nw

English (LSJ)

A saturate, Arist.Pr.877a33, al.:—Pass., to be full of moisture, τοῦ ἀέρος ἐξυγραινομένου ib.944a21, etc.
2 make watery, of the blood, Id.HA521a12 (Pass.), cf. Plu.2.97b (Pass.): metaph., ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα παραδιδόντες = surrender their bodies to pleasures to be made languid and relaxed, ib.136b:—Pass., ἐξυγραίνομαι = to be watery, of plants, Thphr.CP 6.6.4.
II Pass., to be deprived of moisture, Id.Lap.10.
III Pass., of liquid purgations, τὰ τῆς κοιλίης ἐξυγρασμένα ἦν ἰσχυρῶς Hp. Prog.2; so ἐξυγραίνεσθαι τὴν κοιλίαν Plu.Arat.29, cf. 2.914e.

German (Pape)

[Seite 889] ganz naß machen, ganz anfeuchten. Theophr.; τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ἐξ. καὶ ἀνατήκειν, weichlich machen, Plut. de san. tu. p. 406. – Pass. ganz feucht werden, Arist. H. A. 3, 19; von Säften, schwellen, Sp.; ἐξυγρασμένος bei Theophr. auch = der Feuchtigkeit beraubt, trocken.

French (Bailly abrégé)

dissoudre, amollir.
Étymologie: ἐξ, ὑγραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξυγραίνω:
1 обильно смачивать, хорошо увлажнять (τὴν γλῶτταν Arst.);
2 pass. смачиваться, мокнуть Plut.: ἀὴρ ἐξυγραινόμενος Arst. влажный воздух;
3 pass. разжижаться, становиться водянистым (αἷμα ἐξυγρανθέν Arst.);
4 досл. размягчать, перен. изнеживать (τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξυγραίνω: καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ ψῦχος, εἴσω συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι κάθυγρος, γίνομαι ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, μάλιστα ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ σῶμα παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, αὐτόθι 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι ἔγχυλος, ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ συκάμινον) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., προσέτι, στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10.

Greek Monolingual

ἐξυγραίνω (Α)
1. βρέχω, μουσκεύω
2. (για καρπό) γίνομαι ζουμερός
3. κάνω κάτι μαλθακό, εκφυλίζω («ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα», Πλούτ.)
4. παθ. ξεραίνομαι.