διαβρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diavrecho
|Transliteration C=diavrecho
|Beta Code=diabre/xw
|Beta Code=diabre/xw
|Definition=[[soak]], τἀρτύματα <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>306</span>: abs., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>866a10</span>:—Pass., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>1.23</span>, cf. <span class="title">Gp.</span>17.17.2; [[διαβεβρεγμένος]], of a person, [[soaked in liquor]], <span class="bibl">Hld.5.31</span>; πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι Zeno Stoic.1.65; ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς <span class="bibl">Porph. <span class="title">Chr.</span>30</span>.
|Definition=[[soak]], τἀρτύματα A.''Fr.''306: abs., Arist.''Pr.''866a10:—Pass., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα Ael.''NA''1.23, cf. ''Gp.''17.17.2; [[διαβεβρεγμένος]], of a person, [[soaked in liquor]], Hld.5.31; πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι Zeno Stoic.1.65; ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph. ''Chr.''30.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''διαβρέχω''': [[ὅλως]] [[διόλου]] βρέχω, [[ὑγραίνω]] “μουσκεύω”, τἀρτύματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 318· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 55. - Παθ., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 21· διαβεβρεγμένος, ἐπὶ προσ., βουτημένος εἰς ποτόν, μεθυσμένος, Ἡλιόδ. 5. 31.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[mojar]], [[empapar]], [[γλῶσσα]] ὑπὸ ξηρότητος [[ἐνίοτε]] ὑπότραυλος, ἕως διαβρέξειεν Hp.<i>Epid</i>.7.43, τὸ δὲ ὀλίγον (ποτόν) ... διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Arist.<i>Pr</i>.866<sup>a</sup>10, ἐν οἴνῳ Thphr.<i>HP</i> 9.9.3, δέρματα διαβρέχοντες ἤσθιον D.C.74.12.5, cf. Chrys.M.63.208.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas., intr. [[inundarse]], [[empaparse]] ὁ [[ἐγκέφαλος]] Hp.<i>Morb.Sacr</i>.11, πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι (τοὺς θέρμους) Zeno <i>Stoic</i>.1.65, διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος Luc.<i>Trag</i>.304, τῶν σπογγῶν διαβραχέντων al empaparse las esponjas</i> Babr.111.19, ἄλφιτα αἰγείῳ ζωμῷ διαβραχέντα Ael.<i>NA</i> 1.23, κράμβης διαβραχείσης ἐν ὄξει δέσμην φαγεῖν <i>Gp</i>.17.17.2<br /><b class="num">•</b>fig. διαβρέχεις τ' ἀρτύματα A.<i>Fr</i>.306, de un borracho ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph.<i>Chr</i>.30.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> διεβράχην;<br />traverser par l’humidité, tremper.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βρέχω]].
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> διεβράχην;<br />[[traverser par l'humidité]], [[tremper]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βρέχω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[durchnässen]]</i>, Hippocr.; διαβεβρεγμένος, <i>[[betrunken]]</i>, Hel. 5.31; διαβραχέντων Babr. 111.19.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβρέχω:''' [[мочить насквозь]], [[смачивать]] Aesch., Arst.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[mojar]], [[empapar]], [[γλῶσσα]] ὑπὸ ξηρότητος [[ἐνίοτε]] ὑπότραυλος, ἕως διαβρέξειεν Hp.<i>Epid</i>.7.43, τὸ δὲ ὀλίγον (ποτόν) ... διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Arist.<i>Pr</i>.866<sup>a</sup>10, ἐν οἴνῳ Thphr.<i>HP</i> 9.9.3, δέρματα διαβρέχοντες ἤσθιον D.C.74.12.5, cf. Chrys.M.63.208.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas., intr. [[inundarse]], [[empaparse]] ὁ [[ἐγκέφαλος]] Hp.<i>Morb.Sacr</i>.11, πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι (τοὺς θέρμους) Zeno <i>Stoic</i>.1.65, διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος Luc.<i>Trag</i>.304, τῶν σπογγῶν διαβραχέντων al empaparse las esponjas</i> Babr.111.19, ἄλφιτα αἰγείῳ ζωμῷ διαβραχέντα Ael.<i>NA</i> 1.23, κράμβης διαβραχείσης ἐν ὄξει δέσμην φαγεῖν <i>Gp</i>.17.17.2<br /><b class="num">•</b>fig. διαβρέχεις τ' ἀρτύματα A.<i>Fr</i>.306, de un borracho ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph.<i>Chr</i>.30.
|lstext='''διαβρέχω''': [[ὅλως]] [[διόλου]] βρέχω, [[ὑγραίνω]] “μουσκεύω”, τἀρτύματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 318· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 55. - Παθ., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 21· διαβεβρεγμένος, ἐπὶ προσ., βουτημένος εἰς ποτόν, μεθυσμένος, Ἡλιόδ. 5. 31.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβρέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[βρέχω]], [[μουσκεύω]], [[υγραίνω]], [[ποτίζω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''διαβρέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[βρέχω]], [[μουσκεύω]], [[υγραίνω]], [[ποτίζω]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβρέχω:''' [[мочить насквозь]], [[смачивать]] Aesch., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to wet [[through]], [[soak]], Aesch.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to wet [[through]], [[soak]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβρέχω Medium diacritics: διαβρέχω Low diacritics: διαβρέχω Capitals: ΔΙΑΒΡΕΧΩ
Transliteration A: diabréchō Transliteration B: diabrechō Transliteration C: diavrecho Beta Code: diabre/xw

English (LSJ)

soak, τἀρτύματα A.Fr.306: abs., Arist.Pr.866a10:—Pass., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα Ael.NA1.23, cf. Gp.17.17.2; διαβεβρεγμένος, of a person, soaked in liquor, Hld.5.31; πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι Zeno Stoic.1.65; ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph. Chr.30.

Spanish (DGE)

1 mojar, empapar, γλῶσσα ὑπὸ ξηρότητος ἐνίοτε ὑπότραυλος, ἕως διαβρέξειεν Hp.Epid.7.43, τὸ δὲ ὀλίγον (ποτόν) ... διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Arist.Pr.866a10, ἐν οἴνῳ Thphr.HP 9.9.3, δέρματα διαβρέχοντες ἤσθιον D.C.74.12.5, cf. Chrys.M.63.208.
2 en v. med.-pas., intr. inundarse, empaparseἐγκέφαλος Hp.Morb.Sacr.11, πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι (τοὺς θέρμους) Zeno Stoic.1.65, διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος Luc.Trag.304, τῶν σπογγῶν διαβραχέντων al empaparse las esponjas Babr.111.19, ἄλφιτα αἰγείῳ ζωμῷ διαβραχέντα Ael.NA 1.23, κράμβης διαβραχείσης ἐν ὄξει δέσμην φαγεῖν Gp.17.17.2
fig. διαβρέχεις τ' ἀρτύματα A.Fr.306, de un borracho ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph.Chr.30.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. διεβράχην;
traverser par l'humidité, tremper.
Étymologie: διά, βρέχω.

German (Pape)

durchnässen, Hippocr.; διαβεβρεγμένος, betrunken, Hel. 5.31; διαβραχέντων Babr. 111.19.

Russian (Dvoretsky)

διαβρέχω: мочить насквозь, смачивать Aesch., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

διαβρέχω: ὅλως διόλου βρέχω, ὑγραίνω “μουσκεύω”, τἀρτύματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 318· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 55. - Παθ., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 21· διαβεβρεγμένος, ἐπὶ προσ., βουτημένος εἰς ποτόν, μεθυσμένος, Ἡλιόδ. 5. 31.

Greek Monolingual

(AM διαβρέχω)
διαποτίζω, μουσκεύω
αρχ.
διαβρέχομαι
μεθάω.

Greek Monotonic

διαβρέχω: μέλ. -ξω, βρέχω, μουσκεύω, υγραίνω, ποτίζω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ξω
to wet through, soak, Aesch.