κολακευτικός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolakeftikos | |Transliteration C=kolakeftikos | ||
|Beta Code=kolakeutiko/s | |Beta Code=kolakeutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κολακευτική, κολακευτικόν, [[sycophantic]], Luc.''Cal.''10; ἡ [[κολακευτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = [[κολακεία]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 464c; κ. τέχναι Phld.''Lib.''p.42 O.: Sup., Gal.10.4. Adv. [[κολακευτικῶς]] Str.17.1.43 ([[varia lectio|v.l.]] [[κολακικῶς]]), Poll.4.51, Charito 8.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] zum Schmeicheln geneigt, schmeichlerisch; [[τέχνη]] Plat. Gorg. 464 c; Luc. de calumn. 10; a. Sp., auch adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] zum Schmeicheln geneigt, schmeichlerisch; [[τέχνη]] Plat. Gorg. 464 c; Luc. de calumn. 10; a. Sp., auch adv. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />porté à flatter, habile à flatter;<br /><i>Cp.</i> κολακευτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κολακεύω]]. | |btext=ή, όν :<br />porté à flatter, habile à flatter;<br /><i>Cp.</i> κολακευτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κολακεύω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κολακευτικός -ή -όν [κολακεύω] tot vleien geneigd, vleiend ingesteld; subst. ἡ κολακευτική (''[[sc.]]'' τέχνη) de kunst van het vleien, vleierij. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κολᾰκευτικός:''' [[льстивый]], [[заискивающий]], [[угодливый]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κολᾰκευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αγαπάει την [[κολακεία]], αυτός που έχει [[προδιάθεση]] στην [[κολακεία]], σε Λουκ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[κολακεία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''κολᾰκευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αγαπάει την [[κολακεία]], αυτός που έχει [[προδιάθεση]] στην [[κολακεία]], σε Λουκ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[κολακεία]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κολακευτικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κολακεύῃ, ὁ ἐνέχων κολακείαν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κολακείαν, Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἡ -κή (δηλ. [[τέχνη]]) = [[κολακεία]], Πλάτ. Γοργ. 464C. Ἐπίρρ. -κῶς, Χαρίτων 8. 4. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κολακευτικός]], ή, όν [from κολᾰκεύω]<br />disposed to [[flatter]], flattering, [[fawning]], Luc.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ = [[κολακεία]], Plat. | |mdlsjtxt=[[κολακευτικός]], ή, όν [from κολᾰκεύω]<br />disposed to [[flatter]], flattering, [[fawning]], Luc.: ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ = [[κολακεία]], Plat. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[flattering]] | |woodrun=[[flattering]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 13 October 2024
English (LSJ)
κολακευτική, κολακευτικόν, sycophantic, Luc.Cal.10; ἡ κολακευτική (sc. τέχνη), = κολακεία, Pl.Grg. 464c; κ. τέχναι Phld.Lib.p.42 O.: Sup., Gal.10.4. Adv. κολακευτικῶς Str.17.1.43 (v.l. κολακικῶς), Poll.4.51, Charito 8.4.
German (Pape)
[Seite 1472] zum Schmeicheln geneigt, schmeichlerisch; τέχνη Plat. Gorg. 464 c; Luc. de calumn. 10; a. Sp., auch adv.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à flatter, habile à flatter;
Cp. κολακευτικώτερος.
Étymologie: κολακεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολακευτικός -ή -όν [κολακεύω] tot vleien geneigd, vleiend ingesteld; subst. ἡ κολακευτική (sc. τέχνη) de kunst van het vleien, vleierij.
Russian (Dvoretsky)
κολᾰκευτικός: льстивый, заискивающий, угодливый Luc.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κολακευτικός, -ή, -όν) κολακεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολακεία ή που προσιδιάζει ή αποβλέπει σε κολακεία (α. «κολακευτικός λόγος» β. «κολακευτικὸς σοφιστής», Πολυδ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ρέπει στο να κολακεύει, κόλακας, γαλίφης («ὁ μὲν χρηστός... εὐθὺς ἀνατέτραπται... ὁ δὲ κολακευτικώτερος καὶ πρὸς τὰς τοιαύτας κακοηθείας πιθανώτερος εὐδοκιμεῖ», Λουκιαν.)
νεοελλ.
επαινετικός, τιμητικός («αυτά που μού είπε δεν ήταν καθόλου κολακευτικά για σένα»)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακευτική (ενν. τέχνη)
η κολακεία.
επίρρ...
κολακευτικός και -ά (AM κολακευτικῶς)
1. με κολακεία, με κολακευτικό τρόπο
2. επαινετικά, τιμητικά.
Greek Monotonic
κολᾰκευτικός: -ή, -όν, αυτός που αγαπάει την κολακεία, αυτός που έχει προδιάθεση στην κολακεία, σε Λουκ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη) = κολακεία, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κολακευτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κολακεύῃ, ὁ ἐνέχων κολακείαν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κολακείαν, Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἡ -κή (δηλ. τέχνη) = κολακεία, Πλάτ. Γοργ. 464C. Ἐπίρρ. -κῶς, Χαρίτων 8. 4.
Middle Liddell
κολακευτικός, ή, όν [from κολᾰκεύω]
disposed to flatter, flattering, fawning, Luc.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ = κολακεία, Plat.