μελητέον: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "Pl. ''R.''" to "Pl.''R.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meliteon
|Transliteration C=meliteon
|Beta Code=melhte/on
|Beta Code=melhte/on
|Definition=[[one must take thought]], τοῦ λανθάνειν <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>365e</span>.
|Definition=[[one must take thought]], τοῦ λανθάνειν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''365e.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[μέλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελητέον:''' adj. verb. к [[μέλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελητέον''': ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ φροντίσῃ [[περί]] τινος, ἡμῖν οὐ [[μελητέον]] τοῦ λαθεῖν Πλάτ. Πολ. 365D.
|lstext='''μελητέον''': ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ φροντίσῃ [[περί]] τινος, ἡμῖν οὐ [[μελητέον]] τοῦ λαθεῖν Πλάτ. Πολ. 365D.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[μέλω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλω]], [[κάτι]] για το οποίο πρέπει να αναληφθεί [[φροντίδα]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''μελητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλω]], [[κάτι]] για το οποίο πρέπει να αναληφθεί [[φροντίδα]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελητέον:''' adj. verb. к [[μέλω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 21 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελητέον Medium diacritics: μελητέον Low diacritics: μελητέον Capitals: ΜΕΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: melētéon Transliteration B: melēteon Transliteration C: meliteon Beta Code: melhte/on

English (LSJ)

one must take thought, τοῦ λανθάνειν Pl.R.365e.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de μέλω.

Russian (Dvoretsky)

μελητέον: adj. verb. к μέλω.

Greek (Liddell-Scott)

μελητέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ φροντίσῃ περί τινος, ἡμῖν οὐ μελητέον τοῦ λαθεῖν Πλάτ. Πολ. 365D.

Greek Monotonic

μελητέον: ρημ. επίθ. του μέλω, κάτι για το οποίο πρέπει να αναληφθεί φροντίδα, τινός, σε Πλάτ.