πηδός: Difference between revisions
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pidos | |Transliteration C=pidos | ||
|Beta Code=phdo/s | |Beta Code=phdo/s | ||
|Definition=ὁ, tree whose timber was used for axles, etc., <span | |Definition=ὁ, tree whose timber was used for axles, etc., [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.7.6; perhaps = [[πάδος]] ([[quod vide|q.v.]]); cf. [[πήδινος]]. (Variously accented in codd.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />arbre, <i>c.</i> [[φηγός]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πηδός''': ὁ, ἡ, πηδόν, τό, τὸ πλατὺ [[μέρος]] τῆς κώπης, καὶ [[καθόλου]] [[κώπη]], ὡς τὸ [[πλάτη]], ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Ὀδ. Η. 328, Ν. 78. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. πηδά, ὡς τὸ πηδάλια, Ἄρατ. 155. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ [[πέζα]], [[πούς]], ποδός. Ἀλλ’ ὁ Schneider ἐνόμιζεν ὅτι τὸ πηδὸς ἦτο [[εἶδος]] ξύλου καὶ ἐδέξατο τὸ πηδὸς εἰς ἄξονας (ἀντὶ [[πύξος]]) ἔκ τινος Ἀντιγράφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6· καὶ ἀρχαῖοι κριτικοὶ ἀνεγίνωσκον [[πήδινος]] ἀντὶ [[φήγινος]] ἐν Ἰλ. Ε. 838, ἴδε Εὐστ. 613. 9, Ἡσύχ. Ἐτυμολ. Μέγ. Ἀλλ’ ἂν τοῦτο τὸ πηδὸς ἦτο ταὐτὸν τῷ [[πάδος]], ἡ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 1, 3, καὶ ἂν τοῦτο ἦτο τὸ [[εἶδος]] πεύκης τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν Γαλατῶν padus (Πλίν. 3. 10) [[εἶναι]] [[ὅλως]] ἀβέβαιον. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πῆδος]] και [[πάδος]], ὁ, Α<br />[[δέντρο]] του οποίου χρησιμοποιούσαν τον κορμό για την [[κατασκευή]] αξόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ελάχιστα πιθανή φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τα [[πηδόν]] και [[πηδάω]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πηδός:''' ὁ ή [[πηδόν]], το, [[πτερύγιο]] κουπιού, και γενικά [[κουπί]], <i>ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of an unknown tree (Thphr. HP 5, 7, 6, EM 669, 40).<br />Other forms: also [[πῆδος]].<br />Derivatives: [[πήδινος]], old [[varia lectio|v.l.]] for <b class="b3">φήγινος Ε</b> 838 (acc. to Eust., EM, H.); after Schwyzer KZ 63, 65ff. perhaps also [[πηδήεσσα]] ([[varia lectio|v.l.]] Λ 183 for <b class="b3">πιδ-</b>). Besides [[πάδος]] as tree-name (Thphr. HP 4, 1, 3).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Etymology unknown; after Plin. HN 3, 16 [[padus]] was a Gaulish name of the pine. Attempt to connect [[πηδός]] with [[πηδόν]], [[πηδάω]] (and Myc. [[Padajeu]]) b Deroy Ant. class. 32, 429 ff., to be rejected. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πηδός]], οῦ, ορ [[πηδόν]], οῦ,<br />the [[blade]] of an oar, and [[generally]] an oar, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Od. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''πηδός''': {pēdós}<br />'''Forms''': ([[πῆδος]])<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines unbek. Baumes (Thphr. ''HP'' 5, 7, 6, ''EM'' 669, 40).<br />'''Derivative''': Davon [[πήδινος]], alte [[varia lectio|v.l.]] für [[φήγινος]] Ε 838 (nach Eust., ''EM'', H.); nach Schwyzer KZ 63, 65ff. viell. auch πηδήεσσα ([[varia lectio|v.l.]] Λ 183 für πιδ-). Daneben [[πάδος]] als Baumname (Thphr. ''HP'' 4, 1, 3).<br />'''Etymology''': Etymologie unbekannt; nach Plin. ''HN'' 3, 16 war ''padus'' ein gallischer Name der Fichte. Abzulehnender Versuch, [[πηδός]] mit [[πηδόν]], [[πηδάω]] (und myk. ''Padajeu'') zusammenzubringen, bei Deroy Ant. class. 32, 429 ff.<br />'''Page''' 2,527 | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, = [[πηδόν]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, tree whose timber was used for axles, etc., Thphr. HP 5.7.6; perhaps = πάδος (q.v.); cf. πήδινος. (Variously accented in codd.)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
arbre, c. φηγός.
Greek (Liddell-Scott)
πηδός: ὁ, ἡ, πηδόν, τό, τὸ πλατὺ μέρος τῆς κώπης, καὶ καθόλου κώπη, ὡς τὸ πλάτη, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Ὀδ. Η. 328, Ν. 78. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. πηδά, ὡς τὸ πηδάλια, Ἄρατ. 155. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ πέζα, πούς, ποδός. Ἀλλ’ ὁ Schneider ἐνόμιζεν ὅτι τὸ πηδὸς ἦτο εἶδος ξύλου καὶ ἐδέξατο τὸ πηδὸς εἰς ἄξονας (ἀντὶ πύξος) ἔκ τινος Ἀντιγράφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6· καὶ ἀρχαῖοι κριτικοὶ ἀνεγίνωσκον πήδινος ἀντὶ φήγινος ἐν Ἰλ. Ε. 838, ἴδε Εὐστ. 613. 9, Ἡσύχ. Ἐτυμολ. Μέγ. Ἀλλ’ ἂν τοῦτο τὸ πηδὸς ἦτο ταὐτὸν τῷ πάδος, ἡ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 1, 3, καὶ ἂν τοῦτο ἦτο τὸ εἶδος πεύκης τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν Γαλατῶν padus (Πλίν. 3. 10) εἶναι ὅλως ἀβέβαιον.
Greek Monolingual
και πῆδος και πάδος, ὁ, Α
δέντρο του οποίου χρησιμοποιούσαν τον κορμό για την κατασκευή αξόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ελάχιστα πιθανή φαίνεται η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τα πηδόν και πηδάω.
Greek Monotonic
πηδός: ὁ ή πηδόν, το, πτερύγιο κουπιού, και γενικά κουπί, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of an unknown tree (Thphr. HP 5, 7, 6, EM 669, 40).
Other forms: also πῆδος.
Derivatives: πήδινος, old v.l. for φήγινος Ε 838 (acc. to Eust., EM, H.); after Schwyzer KZ 63, 65ff. perhaps also πηδήεσσα (v.l. Λ 183 for πιδ-). Besides πάδος as tree-name (Thphr. HP 4, 1, 3).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Etymology unknown; after Plin. HN 3, 16 padus was a Gaulish name of the pine. Attempt to connect πηδός with πηδόν, πηδάω (and Myc. Padajeu) b Deroy Ant. class. 32, 429 ff., to be rejected.
Middle Liddell
πηδός, οῦ, ορ πηδόν, οῦ,
the blade of an oar, and generally an oar, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Od.
Frisk Etymology German
πηδός: {pēdós}
Forms: (πῆδος)
Grammar: m.
Meaning: N. eines unbek. Baumes (Thphr. HP 5, 7, 6, EM 669, 40).
Derivative: Davon πήδινος, alte v.l. für φήγινος Ε 838 (nach Eust., EM, H.); nach Schwyzer KZ 63, 65ff. viell. auch πηδήεσσα (v.l. Λ 183 für πιδ-). Daneben πάδος als Baumname (Thphr. HP 4, 1, 3).
Etymology: Etymologie unbekannt; nach Plin. HN 3, 16 war padus ein gallischer Name der Fichte. Abzulehnender Versuch, πηδός mit πηδόν, πηδάω (und myk. Padajeu) zusammenzubringen, bei Deroy Ant. class. 32, 429 ff.
Page 2,527
German (Pape)
τό, = πηδόν.