ἀμάθητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amathitos | |Transliteration C=amathitos | ||
|Beta Code=a)ma/qhtos | |Beta Code=a)ma/qhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμάθητον, = [[ἀμαθής]], Phryn.Com.8; ἀ. γραμμάτων Procop.''Arc.''6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[ignorante]] Phryn.Com.8, γραμμάτων ἁπάντων analfabeto</i> Procop.<i>Arc</i>.6.11. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμάθητος''': -ον, = [[ἀμαθής]], Φρυν. Κωμ. ἐν «Κόννῳ» 3. | |lstext='''ἀμάθητος''': -ον, = [[ἀμαθής]], Φρυν. Κωμ. ἐν «Κόννῳ» 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμάθητος]], -ον)<br />αυτός που αγνοεί [[κάτι]], [[αμαθής]], [[αδαής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν εξασκήθηκε σε [[κάτι]], [[ασυνήθιστος]], [[άπειρος]]<br /><b>3.</b> [[απονήρευτος]], [[αγνός]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έγινε [[γνωστός]], δεν διαδόθηκε, [[ακοινολόγητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαθητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔμαθον</i>, [[μανθάνω]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμάθητος]], -ον)<br />αυτός που αγνοεί [[κάτι]], [[αμαθής]], [[αδαής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν εξασκήθηκε σε [[κάτι]], [[ασυνήθιστος]], [[άπειρος]]<br /><b>3.</b> [[απονήρευτος]], [[αγνός]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έγινε [[γνωστός]], δεν διαδόθηκε, [[ακοινολόγητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαθητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔμαθον</i>, [[μανθάνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμάθητον, = ἀμαθής, Phryn.Com.8; ἀ. γραμμάτων Procop.Arc.6.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
ignorante Phryn.Com.8, γραμμάτων ἁπάντων analfabeto Procop.Arc.6.11.
German (Pape)
[Seite 114] Sp., dasselbe, Phryn. com. B. A. 79; γραμμάτων Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάθητος: -ον, = ἀμαθής, Φρυν. Κωμ. ἐν «Κόννῳ» 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμάθητος, -ον)
αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε κανείς
2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος
3. απονήρευτος, αγνός
4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν διαδόθηκε, ακοινολόγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαθητός < ἔμαθον, μανθάνω.