πτύσχλοι: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptyschloi | |Transliteration C=ptyschloi | ||
|Beta Code=ptu/sxloi | |Beta Code=ptu/sxloi | ||
|Definition=and πτύχλοι, οἱ, | |Definition=and [[πτύχλοι]], οἱ, = [[ὑποδημάτιόν τι]], Phot.; [[πτύοχλον]] (leg. [[πτύσχλον]]), = [[ὑπόδημα ἀνδρεῖον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: cf. [[ἕπτυσχλοι]] (quod fort. legend.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πτύσχλοι''': ἢ πτύχλοι, οἱ, ἴδε ἐν λ. ἔπτυσχλοι. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=οἱ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπόδημα]] ἀνδρεῖον»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὑποδημάτιόν τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. <i>ἕπτυσχλοι</i> «ανδρικό [[υπόδημα]] που δενόταν με [[επτά]] ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού <i>ε</i>-]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
and πτύχλοι, οἱ, = ὑποδημάτιόν τι, Phot.; πτύοχλον (leg. πτύσχλον), = ὑπόδημα ἀνδρεῖον, Hsch.: cf. ἕπτυσχλοι (quod fort. legend.).
Greek (Liddell-Scott)
πτύσχλοι: ἢ πτύχλοι, οἱ, ἴδε ἐν λ. ἔπτυσχλοι.
Greek Monolingual
οἱ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ἀνδρεῖον»
2. (κατά τον Φώτ.) «ὑποδημάτιόν τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. ἕπτυσχλοι «ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού ε-].