αἰσχρόμητις: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aischromitis
|Transliteration C=aischromitis
|Beta Code=ai)sxro/mhtis
|Beta Code=ai)sxro/mhtis
|Definition=ιος, ὁ, ἡ, [[fostering]] or [[forming base designs]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>222</span> (lyr.).
|Definition=ιος, ὁ, ἡ, [[fostering]] or [[forming base designs]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''222 (lyr.).
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''αἰσχρόμητις''': -ιος, ὁ, ἡ, ἔχων ἢ σχηματίζων αἰσχρά, φαῦλα σχέδια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 222.
|dgtxt=-ιος [[que medita cosas vergonzosas]] A.<i>A</i>.222.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />qui donne de honteux conseils.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχρός]], [[μῆτις]].
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />[[qui donne de honteux conseils]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχρός]], [[μῆτις]].
}}
{{pape
|ptext=παρακοπά, <i>[[schändliche]] [[Ratschläge]] [[gebend]]</i>, Aesch. <i>Ag</i>. 215 ch.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰσχρόμητις:''' ιος adj. дающий позорные советы (παρακοπά Aesch.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ιος [[que medita cosas vergonzosas]] A.<i>A</i>.222.
|lstext='''αἰσχρόμητις''': -ιος, ὁ, ἡ, ἔχων ἢ σχηματίζων αἰσχρά, φαῦλα σχέδια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 222.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰσχρόμητις:''' -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που εξυφαίνει, που απεργάζεται αισχρά σχέδια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἰσχρόμητις:''' -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που εξυφαίνει, που απεργάζεται αισχρά σχέδια, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰσχρόμητις:''' ιος adj. дающий позорные советы (παρακοπά Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=forming [[base]] designs, Aesch.
|mdlsjtxt=forming [[base]] designs, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 21:46, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρόμητις Medium diacritics: αἰσχρόμητις Low diacritics: αισχρόμητις Capitals: ΑΙΣΧΡΟΜΗΤΙΣ
Transliteration A: aischrómētis Transliteration B: aischromētis Transliteration C: aischromitis Beta Code: ai)sxro/mhtis

English (LSJ)

ιος, ὁ, ἡ, fostering or forming base designs, A.Ag.222 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ιος que medita cosas vergonzosas A.A.222.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
qui donne de honteux conseils.
Étymologie: αἰσχρός, μῆτις.

German (Pape)

παρακοπά, schändliche Ratschläge gebend, Aesch. Ag. 215 ch.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχρόμητις: ιος adj. дающий позорные советы (παρακοπά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, ἔχων ἢ σχηματίζων αἰσχρά, φαῦλα σχέδια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 222.

Greek Monolingual

αἰσχρόμητις (-ιος), ο, η (Α)
αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + μῆτις «γνώμη, σχέδιο, επιχείρηση»].

Greek Monotonic

αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που εξυφαίνει, που απεργάζεται αισχρά σχέδια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

forming base designs, Aesch.