εὐσθενής: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "Philop" to "Philop") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efsthenis | |Transliteration C=efsthenis | ||
|Beta Code=eu)sqenh/s | |Beta Code=eu)sqenh/s | ||
|Definition=Ep. | |Definition=Ep. [[ἐϋσθενής]], εὐσθενές, ([[σθένος]]) [[stout]], [[vigorous]], [[robust]], [[εἶδος]] Il.Pers.6, cf. Ph.''Bel.''56.31, Q.S.14.633; [[strong]], [[firm]], [[σίδηρος]] ''APl.''4.323 (Mesom.): irreg. Sup. εὐσθενώτατος Ps.-Luc. ''Philopatr.''28. Adv. [[εὐσθενῶς]] = [[vigorously]] Gal.17(2).185, [[falsa lectio|f.l.]] in Ph.1.264. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Sp. irrég.</i> [[εὐσθενώτατος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σθένος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσθενής''': Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, ([[σθένος]]) [[ἰσχυρός]], [[σθεναρός]], [[ῥωμαλέος]], Κόϊντ. Σμ. 14. 633· [[ἰσχυρός]], [[σίδηρος]] Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα [[αὐτόθι]] σ. 62Α. | |lstext='''εὐσθενής''': Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, ([[σθένος]]) [[ἰσχυρός]], [[σθεναρός]], [[ῥωμαλέος]], Κόϊντ. Σμ. 14. 633· [[ἰσχυρός]], [[σίδηρος]] Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα [[αὐτόθι]] σ. 62Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σθένος]]<br />[[stout]], [[lively]], Anth. | |mdlsjtxt=[[σθένος]]<br />[[stout]], [[lively]], Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, ep. [[ἐϋσθενής]], Qu.Sm. 14.633, <i>[[stark]], [[kräftig]], [[frisch]] und [[gesund]]</i>, Theophr. und Sp.; Luc. <i>Philop</i>. 28 hat den unregelmäßigen superlat. [[εὐσθενώτατος]].<br><b class="num">• Adv.</b>, Philo und andere Spätere | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:43, 7 March 2024
English (LSJ)
Ep. ἐϋσθενής, εὐσθενές, (σθένος) stout, vigorous, robust, εἶδος Il.Pers.6, cf. Ph.Bel.56.31, Q.S.14.633; strong, firm, σίδηρος APl.4.323 (Mesom.): irreg. Sup. εὐσθενώτατος Ps.-Luc. Philopatr.28. Adv. εὐσθενῶς = vigorously Gal.17(2).185, f.l. in Ph.1.264.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fort, robuste, vigoureux;
Sp. irrég. εὐσθενώτατος.
Étymologie: εὖ, σθένος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσθενής: Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, (σθένος) ἰσχυρός, σθεναρός, ῥωμαλέος, Κόϊντ. Σμ. 14. 633· ἰσχυρός, σίδηρος Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα αὐτόθι σ. 62Α.
Greek Monolingual
εὐσθενής, -ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, -ές)
1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος
2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῦ»).
επίρρ...
εὐσθενῶς (ΑΜ)
με σθένος, με δύναμη
μσν.
φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» — έχω το σθένος, έχω τη δύναμη να...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σθενής (< σθένος), πρβλ. ασθενής, πολυσθενής].
Greek Monotonic
εὐσθενής: Επικ. -ἐϋ-σθ-, -ές (σθένος), ισχυρός, σθεναρός, ρωμαλέος, σε Ανθ.
Middle Liddell
German (Pape)
ές, ep. ἐϋσθενής, Qu.Sm. 14.633, stark, kräftig, frisch und gesund, Theophr. und Sp.; Luc. Philop. 28 hat den unregelmäßigen superlat. εὐσθενώτατος.
• Adv., Philo und andere Spätere