ὀρεινόμος: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oreinomos | |Transliteration C=oreinomos | ||
|Beta Code=o)reino/mos | |Beta Code=o)reino/mos | ||
|Definition= | |Definition=ὀρεινόμον, ([[νέμω]] B) [[feeding on the hills]], δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but [[ὀρειονόμους]] is prob. cj.); αἴξ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.18.3; [[mountam-ranging]], Κενταύρων γέννα E.''HF''364 (lyr.); <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming [[o'er the hills]], AP6.107 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων [[γέννα]], Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; [[πλάνη]], Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων [[γέννα]], Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; [[πλάνη]], Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui habite les montagnes]];<br /><b>2</b> [[qui paît sur les montagnes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[νέμω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρεινόμος:''' [[бродящий по горам]] (Κενταύρων [[γέννα]] Eur.): ἡ [[πλάνη]] ὀ. Anth. скитание по горам. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρεινόμος''': -ον, ([[νέμω]] Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, [[δέλφαξ]] Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων [[γέννα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· [[πλάνη]] ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107. | |lstext='''ὀρεινόμος''': -ον, ([[νέμω]] Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, [[δέλφαξ]] Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων [[γέννα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· [[πλάνη]] ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρεινόμος:''' -ον ([[νέμω]] Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ. | |lsmtext='''ὀρεινόμος:''' -ον ([[νέμω]] Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρει-[[νόμος]], ον, [[νέμω]] B]<br />[[mountain]]-ranging, Eur. | |mdlsjtxt=ὀρει-[[νόμος]], ον, [[νέμω]] B]<br />[[mountain]]-ranging, Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀρεινόμον, (νέμω B) feeding on the hills, δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but ὀρειονόμους is prob. cj.); αἴξ Thphr. HP 9.18.3; mountam-ranging, Κενταύρων γέννα E.HF364 (lyr.); ὀ. πλάνη a roaming o'er the hills, AP6.107 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 371] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων γέννα, Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; πλάνη, Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui paît sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, νέμω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρεινόμος: бродящий по горам (Κενταύρων γέννα Eur.): ἡ πλάνη ὀ. Anth. скитание по горам.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεινόμος: -ον, (νέμω Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, δέλφαξ Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων γέννα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· πλάνη ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.
Greek Monolingual
ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, -ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, -ον)
1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.)
2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», Ευρ.
β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την περιπλάνηση ανά τα όρη, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεσσι- (βλ.λ. όρος [II]) + -νόμος].
Greek Monotonic
ὀρεινόμος: -ον (νέμω Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.