ῥηματικός: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rimatikos | |Transliteration C=rimatikos | ||
|Beta Code=r(hmatiko/s | |Beta Code=r(hmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥηματική, ῥηματικόν, of or for a [[verb]]: τὸ [[ῥηματικόν]] = a [[verbal]] [[form]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]'' 22, S.E.''M.''1.195; [[derive]]d from a [[verb]], A.D.''Adv.''135.14. Adv. [[ῥηματικῶς]] Eust.381.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] zum Worte zur Rede gehörig, das Wort, die Rede betreffend, wörtlich, Gramm.; das Verbum betreffend, S. Emp. adv. gramm. 195, adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] zum Worte zur Rede gehörig, das Wort, die Rede betreffend, wörtlich, Gramm.; das Verbum betreffend, S. Emp. adv. gramm. 195, adv. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥημᾰτικός:''' грам. глагольный Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥηματικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ῥῆμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ρήμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγεται από [[ρήμα]] («ρηματικό [[επίθετο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(και ως [[διπλωματικός]] όρος) αυτός που διατυπώνεται [[προφορικά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον γραπτό («ρηματική [[διακοίνωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥηματικόν</i><br />η [[μορφή]] του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. [[ρηματικώς]] / [[ῥηματικῶς]] ΝΑ<br />[[κατά]] τον τρόπο του ρήματος, με [[ρήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προφορικά]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[ῥηματικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ῥῆμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ρήμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγεται από [[ρήμα]] («ρηματικό [[επίθετο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(και ως [[διπλωματικός]] όρος) αυτός που διατυπώνεται [[προφορικά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον γραπτό («ρηματική [[διακοίνωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥηματικόν</i><br />η [[μορφή]] του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. [[ρηματικώς]] / [[ῥηματικῶς]] ΝΑ<br />[[κατά]] τον τρόπο του ρήματος, με [[ρήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προφορικά]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥηματική, ῥηματικόν, of or for a verb: τὸ ῥηματικόν = a verbal form, D.H.Comp. 22, S.E.M.1.195; derived from a verb, A.D.Adv.135.14. Adv. ῥηματικῶς Eust.381.22.
German (Pape)
[Seite 840] zum Worte zur Rede gehörig, das Wort, die Rede betreffend, wörtlich, Gramm.; das Verbum betreffend, S. Emp. adv. gramm. 195, adv.
Russian (Dvoretsky)
ῥημᾰτικός: грам. глагольный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ῥημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥῆμα, τὸ ῥηματικόν, τὸ ῥῆμα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 195, Ἀπολλών. - Ἐπίρρημ. ῥηματικῶς, Εὐστ. 381, 22.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥηματικός, -ή, -όν, ΝΑ ῥῆμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα
2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο»)
νεοελλ.
(και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική διακοίνωση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥηματικόν
η μορφή του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. ρηματικώς / ῥηματικῶς ΝΑ
κατά τον τρόπο του ρήματος, με ρήμα
νεοελλ.
προφορικά.