ὀρειβασία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreivasia
|Transliteration C=oreivasia
|Beta Code=o)reibasi/a
|Beta Code=o)reibasi/a
|Definition=ἡ, [[wandering on mountains]], in plural, <span class="bibl">Str.10.3.23</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>3.2</span>, <span class="bibl">Max.Tyr.34.1</span>.
|Definition=ἡ, [[wandering on mountains]], in plural, Str.10.3.23, Ael.''NA''3.2, Max.Tyr.34.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[marche dans les montagnes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρειβάτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρειβᾰσία''': ἡ, τὸ ὀρειβατεῖν, Στράβ. 474, Αἰλ. π. Ζ. 3. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
|lstext='''ὀρειβᾰσία''': ἡ, τὸ ὀρειβατεῖν, Στράβ. 474, Αἰλ. π. Ζ. 3. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />marche dans les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρειβάτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειβᾰσία Medium diacritics: ὀρειβασία Low diacritics: ορειβασία Capitals: ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ
Transliteration A: oreibasía Transliteration B: oreibasia Transliteration C: oreivasia Beta Code: o)reibasi/a

English (LSJ)

ἡ, wandering on mountains, in plural, Str.10.3.23, Ael.NA3.2, Max.Tyr.34.1.

German (Pape)

[Seite 371] ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
marche dans les montagnes.
Étymologie: ὀρειβάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειβᾰσία: ἡ, τὸ ὀρειβατεῖν, Στράβ. 474, Αἰλ. π. Ζ. 3. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

Greek Monolingual

ὀρειβάσια, τὰ (Α) ορειβάτης
(ενν. ἱερά) θρησκευτική εορτή κατά την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές.
η (Α ὀρειβασία) / ορειβάτης]
νεοελλ.
η ανάβαση στα όρη, ιδίως ως άθλημα, αλπινισμός
αρχ.
η περιπλάνηση στα όρη, το βάδισμα στα όρη.

Greek Monotonic

ὀρειβᾰσία: ἡ,
I. ζωή ορειβάτη, ο τρόπος ζωής του, σε Στράβ. II. ὀρειβάσια (ενν. ἱερά), τὰ (βαίνω), γιορτή κατά την οποία οι άνθρωποι διέσχιζαν τα βουνά σε πομπή, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀρειβᾰσία, ἡ,
a mountaineer's life, Strab.