συγχαρητήριος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κινη</i>-<i>τήριος</i>). Ο τ. [[συγχαρητήρια]] μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[κινητήριος]]). Ο τ. [[συγχαρητήρια]] μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
}}
}}

Latest revision as of 16:22, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια
έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που του συνέβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συγχαρη- του αορ. συγχάρηκα του συγχαίρω + επίθημα -τήριος (πρβλ. κινητήριος). Ο τ. συγχαρητήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].