δυσπαράκλητος: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysparaklitos | |Transliteration C=dysparaklitos | ||
|Beta Code=duspara/klhtos | |Beta Code=duspara/klhtos | ||
|Definition= | |Definition=δυσπαράκλητον, [[inexorable]], Sch.[[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''334; τὸ δ. τοῦ τρόπου J.''AJ''16.5.4 ([[varia lectio|v.l.]] δυσπαραιτ-). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:15, 18 September 2023
English (LSJ)
δυσπαράκλητον, inexorable, Sch.S.OT334; τὸ δ. τοῦ τρόπου J.AJ16.5.4 (v.l. δυσπαραιτ-).
Spanish (DGE)
-ον
implacable, inexorable τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.AI 16.151 (cód., v. δυσπαραίτητος), ἀτελεύτητος δὲ δυσαξίωτος, δ. Sch.S.OT 334P., glos. a δυσπαραίτητος Sch.A.Pr.34D., ἀναίδεια Sch.Er.Il.1.225c.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu besänftigen, Sp., wie Schol. Soph. O. R 336.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαράκλητος: -ον, ἀδυσώπητος, ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.
Greek Monolingual
δυσπαράκλητος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν επηρεάζεται από παρακλήσεις, σκληρός, άτεγκτος
2. (το ουδ. ως ουσ) τὸ δυσπαράκλητον
σκληρότητα, ακαμψία.