δυσπερίληπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysperiliptos
|Transliteration C=dysperiliptos
|Beta Code=dusperi/lhptos
|Beta Code=dusperi/lhptos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hard to encompass]], γαστήρ <span class="bibl">Posidon.6</span> J.; πόλις τοῖς ἐναντίοις δ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1330b3</span>; στελέχη δ. πέντε ἀνθρώποις <span class="bibl">Str.15.1.21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[hard to embrace in one view]], [[treat synoptically]], <span class="bibl">D.S.1.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[hard to get]], φιλήματα <span class="title">AP</span>12.200 (Strat.).</span>
|Definition=δυσπερίληπτον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to encompass]], γαστήρ Posidon.6 J.; πόλις τοῖς ἐναντίοις δ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1330b3; στελέχη δ. πέντε ἀνθρώποις Str.15.1.21.<br><span class="bld">II</span> [[hard to embrace in one view]], [[treat synoptically]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.3.<br><span class="bld">III</span> [[hard to get]], φιλήματα ''AP''12.200 (Strat.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de cercar]], [[difícil de sitiar]] (πόλις) τοῖς ἐναντίοις Arist.<i>Pol</i>.1330<sup>b</sup>3<br /><b class="num">•</b>[[difícil de abarcar]], [[difícil de rodear]] [[γαστήρ]] Posidon.58, [[ἄμπελος]] ... δυσὶν ἀνδράσιν τὸ πάχος δ. Str.17.3.4, cf. Onesicritus 22.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de coger]], [[difícil de agarrar]] la cabeza calva de Galba, Plu.<i>Galb</i>.27<br /><b class="num">•</b>[[difícil de obtener o arrebatar]], [[obtenido con forcejeos]] φιλήματα <i>AP</i> 12.200 (Strat.).<br /><b class="num">3</b> fig. [[difícil de abarcar]], [[difícil de describir o narrar de manera sinóptica]] δ. ἡ τούτων (τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων) [[ἀνάληψις]] D.S.1.3, ταῦτα ... διὰ πλῆθος δυσπερίληπτα μιᾷ γραφῇ ref. las reglas de la composición estilística, D.H.<i>Comp</i>.20.23, διὰ τὸ συνὸν πλῆθος τῶν ῥημάτων καὶ τὰ τῆς συντάξεως ἰδιώματα A.D.<i>Synt</i>.283.20.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de cercar]], [[difícil de sitiar]] (πόλις) τοῖς ἐναντίοις Arist.<i>Pol</i>.1330<sup>b</sup>3<br /><b class="num">•</b>[[difícil de abarcar]], [[difícil de rodear]] [[γαστήρ]] Posidon.58, [[ἄμπελος]] ... δυσὶν ἀνδράσιν τὸ πάχος δ. Str.17.3.4, cf. Onesicritus 22.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de coger]], [[difícil de agarrar]] la cabeza calva de Galba, Plu.<i>Galb</i>.27<br /><b class="num">•</b>[[difícil de obtener o arrebatar]], [[obtenido con forcejeos]] φιλήματα <i>AP</i> 12.200 (Strat.).<br /><b class="num">3</b> fig. [[difícil de abarcar]], [[difícil de describir o narrar de manera sinóptica]] δ. ἡ τούτων (τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων) [[ἀνάληψις]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.3, ταῦτα ... διὰ πλῆθος δυσπερίληπτα μιᾷ γραφῇ ref. las reglas de la composición estilística, D.H.<i>Comp</i>.20.23, διὰ τὸ συνὸν πλῆθος τῶν ῥημάτων καὶ τὰ τῆς συντάξεως ἰδιώματα A.D.<i>Synt</i>.283.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0687.png Seite 687]] schwer zu umfassen; Posidon. bei Ath. XII, 549 c; [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις, welche die Feinde schwer von allen Seiten umgeben können, Arist. Polit. 7, 11; Sp.; φιλήματα Strat. 42 (XII, 200); auch = schwer zu begreifen, D. Sic. 1, 3
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0687.png Seite 687]] schwer zu umfassen; Posidon. bei Ath. XII, 549 c; [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις, welche die Feinde schwer von allen Seiten umgeben können, Arist. Polit. 7, 11; Sp.; φιλήματα Strat. 42 (XII, 200); auch = schwer zu begreifen, D. Sic. 1, 3
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à entourer, à embrasser ; <i>fig.</i> difficile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[περιλαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπερίληπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[который трудно охватить или окружить]] ([[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δ. Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[с трудом исторгнутый]] (φιλήματα Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[затруднительный]], [[трудный]] (ἡ τῶν πράξεων [[ἀνάληψις]] Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπερίληπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πειλάβῃ τις, «[[ἄμπελος]] δυσὶν ἀνδράσι τὸ [[πάχος]] [[δυσπερίληπτος]]» Στράβ. σ. 826· γαστὴρ Ποσειδών,παρ' Ἀθην. 549Ε· [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δυσπ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3. ΙΙ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Διόδ. 1. 3.
|lstext='''δυσπερίληπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πειλάβῃ τις, «[[ἄμπελος]] δυσὶν ἀνδράσι τὸ [[πάχος]] [[δυσπερίληπτος]]» Στράβ. σ. 826· γαστὴρ Ποσειδών,παρ' Ἀθην. 549Ε· [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δυσπ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3. ΙΙ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Διόδ. 1. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à entourer, à embrasser ; <i>fig.</i> difficile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[περιλαμβάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπερίληπτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να αγκαλιάσει, να κλείσει στην [[αγκαλιά]] του, σε Αριστ.
|lsmtext='''δυσπερίληπτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να αγκαλιάσει, να κλείσει στην [[αγκαλιά]] του, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπερίληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[который трудно охватить или окружить]] ([[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[с трудом исторгнутый]] (φιλήματα Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[затруднительный]], [[трудный]] (ἡ τῶν πράξεων [[ἀνάληψις]] Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]περίληπτος, ον<br />[[hard]] to [[encompass]], Arist.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]περίληπτος, ον<br />[[hard]] to [[encompass]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 17:33, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπερίληπτος Medium diacritics: δυσπερίληπτος Low diacritics: δυσπερίληπτος Capitals: ΔΥΣΠΕΡΙΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: dysperílēptos Transliteration B: dysperilēptos Transliteration C: dysperiliptos Beta Code: dusperi/lhptos

English (LSJ)

δυσπερίληπτον,
A hard to encompass, γαστήρ Posidon.6 J.; πόλις τοῖς ἐναντίοις δ. Arist.Pol.1330b3; στελέχη δ. πέντε ἀνθρώποις Str.15.1.21.
II hard to embrace in one view, treat synoptically, D.S.1.3.
III hard to get, φιλήματα AP12.200 (Strat.).

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de cercar, difícil de sitiar (πόλις) τοῖς ἐναντίοις Arist.Pol.1330b3
difícil de abarcar, difícil de rodear γαστήρ Posidon.58, ἄμπελος ... δυσὶν ἀνδράσιν τὸ πάχος δ. Str.17.3.4, cf. Onesicritus 22.
2 difícil de coger, difícil de agarrar la cabeza calva de Galba, Plu.Galb.27
difícil de obtener o arrebatar, obtenido con forcejeos φιλήματα AP 12.200 (Strat.).
3 fig. difícil de abarcar, difícil de describir o narrar de manera sinóptica δ. ἡ τούτων (τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων) ἀνάληψις D.S.1.3, ταῦτα ... διὰ πλῆθος δυσπερίληπτα μιᾷ γραφῇ ref. las reglas de la composición estilística, D.H.Comp.20.23, διὰ τὸ συνὸν πλῆθος τῶν ῥημάτων καὶ τὰ τῆς συντάξεως ἰδιώματα A.D.Synt.283.20.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu umfassen; Posidon. bei Ath. XII, 549 c; πόλις τοῖς ἐναντίοις, welche die Feinde schwer von allen Seiten umgeben können, Arist. Polit. 7, 11; Sp.; φιλήματα Strat. 42 (XII, 200); auch = schwer zu begreifen, D. Sic. 1, 3

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à entourer, à embrasser ; fig. difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, περιλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπερίληπτος:
1 который трудно охватить или окружить (πόλις τοῖς ἐναντίοις δ. Arst.);
2 с трудом исторгнутый (φιλήματα Anth.);
3 затруднительный, трудный (ἡ τῶν πράξεων ἀνάληψις Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπερίληπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πειλάβῃ τις, «ἄμπελος δυσὶν ἀνδράσι τὸ πάχος δυσπερίληπτος» Στράβ. σ. 826· γαστὴρ Ποσειδών,παρ' Ἀθην. 549Ε· πόλις τοῖς ἐναντίοις δυσπ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3. ΙΙ. δυσνόητος, δυσκατάληπτος, Διόδ. 1. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπερίληπτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συγκεφαλαιώσει
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα κυκλώνεται
2. αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το βλέμμα («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι πραγματείαις... δυσπερίληπτος ἡ τούτων ἀνάληψις γίνεται», Διόδ. Σικ.).

Greek Monotonic

δυσπερίληπτος: -ον, αυτός που δύσκολα μπορεί κάποιος να αγκαλιάσει, να κλείσει στην αγκαλιά του, σε Αριστ.

Middle Liddell

δυσ-περίληπτος, ον
hard to encompass, Arist.